ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ Οι λόγοι της ανάπτυξης και η σχέση της με την παράδοση. Γραφή τ.1 1978
Συγγραφείς:
Μαίρη Χατζηνικολή

‘Ολα τα θέματα, ανάλογα με τη φύση τους και τη βαρύτητα τους, στον οικονομικό τομέα και στον κοινωνικό χώρο απευθύνονται και εν­διαφέρουν ένα πλατύτερο ή ένα περιορισμένο κοινό.

Η κεραμική απασχολεί ένα κάποιο αριθμό επαγγελματιών βιοτε­χνών, τεχνικών και καλλιτεχνών, ένα αρκετά μεγάλο αριθμό ερασιτε­χνών και ενδιαφέρει, δυσανάλογα προς τη φαινομενικά ελάχιστη βαρύ­τητα της, ένα πολύ πλατύ και ανόμοιο κοινό. Τα άτομα πού αποτελούν το κοινό αυτό, δεν έχουν καμιά επαγγελματική σχέση με την κεραμική, ανήκουν σχεδόν σε όλες τις τάξεις από τις κάπως εύπορες ως τις πιο καταπιεσμένες οικονομικά, έχουν διαφορετική κουλτούρα και ποιοτικό κριτήριο, διάφορους στόχους και προβληματισμό. Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ένα: Είναι άτομα πού συνειδητά ή υποσυνείδητα επηρεάζονται ακόμα από τις πολιτιστικές αξίες και την καλλιτεχνική εκδήλωση της προσωπικότητας. Άτομα, πού αποζητούν μέσα από το «προϊόν» και μέσα από τη χρηστική ή όχι αξία του, την επικοινωνία, με τη μορφή τής τέχνης. Τα άτομα αυτά μπορεί να αγοράζουν παράλληλα και βιομηχανικά κεραμικά αντικείμενα μόνο για τη χρήση τους, το ενδια­φέρον τους όμως προσανατολίζεται από το «χειροποίητο», από την ανθρώπινη παρουσία και γι’ αυτό περιορίζεται στο καλλιτεχνικό και στο βιοτεχνικό κεραμικό.

Η βιοτεχνική και η καλλιτεχνική κεραμική ανάπτυξη — και, ανεξάρτητα από την κριτική, η ανάπτυξη αυτή είναι αναμφισβήτητη, αφού οι βιοτεχνίες αυξάνουν — που παρατηρήθηκε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, είναι αποτέλεσμα τού ενδιαφέροντος αυτού.

Πριν προχωρήσω θα ήθελα να υπενθυμίσω την ύπαρξη πολλών ερασιτεχνών στο χώρο της κεραμικής και να προσδιορίσω ότι το ενδια­φέρον δεν έφερε τη ζήτηση και εκείνη με τη σειρά της την προσφορά. Ένας τέτοιος μονόπλευρος μηχανισμός δεν θα δημιουργούσε καμιά βιώσιμη σχέση ανάμεσα στον παραγωγό και στον καταναλωτή. Και όπου συνέβη — ας θυμηθούμε κάτι γλάστρες με καθρεφτάκια θρυμματισμένα — οδήγησε στη χρεωκοπία. Το ενδιαφέρον για την επικοινωνία μέσα και από τις πιο στοιχειώδεις μορφές τέχνης, υπάρχει σέ λανθάνουσα ή όχι μορφή και σέ διαφορετικό βαθμό σχεδόν σέ όλους τους ανθρώπους. Αυτό οδήγησε τόσο στην παραγωγή όσο και στη ζήτηση — έτσι εξηγείται και ο μεγάλος αριθμός των ερασιτεχνών — προώθησε τη σχέση του παραγωγού και του καταναλωτή και μέσα από αύτη τη διεργασία έφερε στην ανάπτυξη.

Η στροφή προς τη βιοτεχνία είναι φαινόμενο μεταπολεμικό. Στη χώρα μας άρχισε πριν 25 περίπου χρόνια και έγινε αισθητή στα 15 τελευταία, ιδιαίτερα στην κεραμική. Γι' αυτό και ή ιστορία της μεταστρο­φής από το βιομηχανικό στο βιοτεχνικό κεραμικό χαρακτηρίζει γενικότερα την επιστροφή στο χειροποίητο και στο έργο πού αποτυπώνει την σφραγίδα της ανθρωπιάς, όπου και όσο αυτό είναι δυνατό. Πριν από αυτά τα τελευταία 25 χρόνια η κεραμική βιοτεχνία είχε περιοριστεί ασφυκτικά από τη διάδοση του κεραμικού βιομηχανικού προϊόντος και από την εισβολή των νέων πλαστικών υλών. Το βιομηχανικό κεραμικό αντικείμενο αντικατέστησε σε όλες του τις χρήσεις το βιοτεχνικό, γιατί πρόσφερε ταυτόχρονα την τεχνική εξέλιξη τόσο στην ποιότητα του υλι­κού, όσο και στην υγιεινή του, τεράστια ποικιλία μορφής και στην κατα­σκευή και στη διακόσμησή του και όλα αυτά σέ προσιτή τιμή. Και σή­μερα οποιοδήποτε βιοτεχνικό φλυτζάνι είναι ακριβότερο από αντίστοιχο βιομηχανικό.

Αφού συγκέντρωνε και συγκεντρώνει τόσα πλεονεκτήματα ποιο ήταν το μειονέκτημα, ποιος ήταν ο λόγος της επιστροφής στο βιοτεχνικό κεραμικό;

Η αίτια δεν βρίσκεται σε πλεονέκτημα που απόκτησε ξαφνικά το βιοτεχνικό. Αντίθετα εκείνο έφθινε και περιοριζόταν στις πιο απλές και χρηστικές μορφές. Η αιτία βρίσκεται μέσα στο ίδιο το μηχανισμό της βιομηχανικής παραγωγής και στο κίνητρο που οδηγεί το μορφικό περιεχόμενο της.

Ένας βιοτέχνης, ανεξάρτητα από το ποσοστό του καλλιτεχνικού δυ­ναμικού του, είναι παραγωγός που ασχολείται ο ίδιος με όλη τη διαδικασία της παραγωγής. Η ύλη, όταν ο ίδιος ασχολείται μ' αυτήν, η κα­τασκευαστική διαδικασία της, η σύλληψη και η εκτέλεση του έργου, δημιουργούν στον οποιοδήποτε τεχνίτη προβληματισμό και διάλογο. Ένα διάλογο ανάμεσα σ' αυτά που ο ίδιος θέλει και σ' αυτά που ή ύλη τού απαγορεύει. Αυτή ή σχέση έχει σαν αποτέλεσμα την αποτύπωση της σκέψης, της αίσθησης, της νοοτροπίας του τεχνίτη, της ανθρώπινης παρουσίας του πάνω στο έργο. Ανεξάρτητα από τη δύναμη και την ποιότητα του καλλιτεχνικού μηνύματος, ανεξάρτητα σχεδόν και από τις επιδράσεις που έχει δεχτεί ο κατασκευαστής, ο σπόρος τής τέχνης βρίσκεται εδώ, στη δήλωση τής παρουσίας του μέσα από τεχνικές λύσεις. Η βιοτεχνική παραγωγή εκτελείται από ένα ή από μερικά πρόσωπα πού ανήκουν στον ίδιο περίπου κοινωνικό χώρο, έχουν ενδιαφέροντα για την ίδια δουλειά και πάνω-κάτω έχουν τη γνώση όλης της διαδικασίας. Δεν υπάρχουν τμήματα και στεγανά.

Το κίνητρο του βιοτέχνη είναι ο βιοπορισμός και κάποια κλίση για το αντικείμενο της δουλειάς του.

Τελείως διαφορετικός είναι ο βιομηχανικός μηχανισμός και το κίνητρο του επιχειρηματία.

Εδώ υπάρχουν στεγανά. Ο επιστήμονας, ο χημικός, ασχολείται με την ύλη, με την ποιότητα του υλικού, χωρίς να υπεισέρχεται στη δουλειά του καλλιτέχνη πού κι αυτός με τη σειρά του περιορίζεται στο χώρο του και χωρίς την αυτοτέλεια ενός δημιουργού. Ο τεχνικός ασχολείται με τις μηχανές και τα υπόλοιπα τεχνικά προβλήματα και ο εργάτης εκτελεί ακόμα και τις διακοσμητικές λύσεις χωρίς να συμμετέχει στη δημιουργία τους. Ο βιομηχανικός μηχανισμός — διαμελισμός των ανθρώπινων ικανοτήτων — μεταχειρίζεται άτομα από εντελώς διαφορετικές τάξεις, με διαφορετική κουλτούρα για την εκτέλεση ενός έργου. Τα άτομα αυτά, δανείζουν τις φυσικές ή επίκτητες ικανότητες και γνώσεις τους και δρουν με αυστηρά καθορισμένες αρμοδιότητες, σε στεγανά, που τούς απαγορεύουν τη συμμετοχή στη σύλληψη τοΰ έργου και την πρωτοβουλία στην εκτέλεσή του.

Γι’ αυτό το λόγο το βιομηχανικό προϊόν παρουσιάζεται απρόσωπο και γι’ αυτό αδιάφορο.

Η έννοια τού απρόσωπου σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται με την πολυπρόσωπη συμμετοχή στο έργο. Σε παλιότερους πολιτισμούς η πολυπρόσωπη συνεργασία απόδωσε έργα μεγάλης εκφραστικής δύνα­μης, γιατί οι συμμετέχοντες είχαν συλλογική συνείδηση και αποδώσαν — ξεπερνώντας και την ατομικότητα — τη σφραγίδα τής συλλογικής τους πίστης και παρουσίασης.

Όταν όμως ένα σύνολο πού ανήκει σέ διαφορετικές τάξεις και έχει τη συνείδηση των διαφορών και όχι των σχέσεων και όταν παράλληλα δανείζει μέρος του εαυτού του χωρίς να δίνεται στο έργο, φυσικό είναι να μένει αμέτοχο στη δημιουργία της μορφής του προϊόντος.

Με κάποιο τρόπο το αποτέλεσμα αυτό, γενικά το βιομηχανικό κεραμικό προϊόν, είναι το έργο της εποχής μας. Γιατί αυτό καθρεφτίζει το μηχανισμό και την κοινωνική δομή όπως και το μέτρο εκφραστικής δυνατότητας του τεχνολογικού πολιτισμού μας. Ας δούμε όμως ποιος είναι ο εμπνευστής του έργου και πώς αυτός καθοδηγεί το αποτέλεσμα. Εμπνευστής του έργου, του μηχανισμού και του αναπόφευκτου αποτελέσματος είναι ο ίδιος ο επιχειρηματίας και σε προέκταση οι νομοί του κεφαλαίου και του κέρδους.

Όταν ο στόχος δεν είναι ο βιοπορισμός σε σχέση με τη ροπή προς το καλλιτεχνικό επάγγελμα, αλλά το κέρδος, το αποτέλεσμα διαμορφώ­νεται από τη ζήτηση και προσπαθεί κατακλύζοντας την αγορά να δια­μορφώσει στα μέτρα του τη ζήτηση.

Απευθύνεται στη μεγάλη μάζα με τα οικονομικά πλεονεκτήματα του και προσπαθεί να καθοδηγήσει το γούστο της, που θα πει το πολιτιστικό της επίπεδο, μέσα από τη διάθεση της για κοινωνική άνοδο, κο­λακεύοντας την με ψεύτικα λούσα και ξενικά πρότυπα.

Το βιομηχανικό προϊόν σα μορφικό αποτέλεσμα κατά κανόνα είναι λοιπόν απρόσωπο, κολακευτικό και κατεστημένο. Ποτέ δε δημιουργεί διάλογο ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή. Για χρόνια ολόκληρα τα σπίτια μας γεμίζανε με κάθε λογής αντικείμενα — όχι μόνο κεραμικά — κίβδηλα, χωρίς πίστη, ξενόφερτα, με ποιοτική ευτέλεια. με επιφανειακό ποιοτικό λούστρο, με παραστάσεις άσχετες με τη ζωή αυτού του τόπου. Ο χώρος του σπιτιού μας, ο χώρος της προσωπικής μας ζωής και ανάπαυλας έγινε με το κάθε αντικείμενο του φορέας ψεύτικου πολιτισμού και ξένων συμφερόντων, οδηγώντας μας και αυτός, παράλληλα με το γραναζοποιημένο υπόλοιπο ρυθμό μας στην ουδετεροποίηση.

Κάτω από τις συνθήκες αυτές, ο καταναλωτής κάνοντας την επανάσταση του ξαναανακάλυψε και στράφηκε στη ντόπια βιοτεχνία.

Στην ίδια χρονικά περίοδο, στα τοπικά κέντρα της λαϊκής κεραμι­κής συνεχίζεται ή παραγωγή του αντικειμένου με παραδοσιακό χαρα­κτήρα. Όμως οι τεχνίτες αποδεκατίζονται, τα καμίνια κλείνουν το ένα μετά το άλλο και οι νέοι, τα παιδιά πού θα ακολουθούσαν την παράδοση του πατέρα έρχονται στην Αθήνα και πολλοί αλλάζουν και επάγγελμα. Στο Μαρούσι, κοντά στην πρωτεύουσα, λίγοι αγγειοπλάστες, φτιάχνανε αντικείμενα καθημερινής χρήσης με απλές αδρές μορφές και κάποιο παραδοσιακό λαϊκό χαρακτήρα, διαμετρικά αντίθετα από τα βιομηχανικά. Ακριβώς γι’ αυτά συγκεντρώθηκε τα πρώτα χρόνια το ενδιαφέρον ενός κοινού περιορισμένου. Παράλληλα με τούς αγγειοπλάστες και επειδή ο τόπος είχε πρώτη ύλη και καμίνια αρχίσαν να συγκεν­τρώνονται σ" αυτόν, και διάφοροι καλλιτέχνες ζωγράφοι, γλύπτες, κεραμιστές. πού δεν είχαν καμιά σχέση με την παράδοση, αλλά εύρισκαν στην κεραμική τα μέσα έκφρασης πού κάλυπταν τις προτιμήσεις τους. Το φαινόμενο δεν είχε μεγάλη σημασία στην αρχή και ούτε οι ίδιοι οι καλλιτέχνες τού έδωσαν τη σημασία πού έπρεπε. Ο καθένας είχε δια­φορετικούς στόχους και έβλεπαν τη γειτνίαση με τούς αγγειοπλάστες βιοτέχνες μάλλον σαν αναγκαίο κακό. Η συγκέντρωση όμως στο Μα­ρούσι συνεχίστηκε και πύκνωσαν οι τάξεις των καλλιτεχνών βιοτεχνών και ερασιτεχνών. Ταυτόχρονα η ζήτηση αυξήθηκε έτσι που μια πραγμα­τική πολύπλευρη ζωή άρχισε να πάλλει στο χώρο της κεραμικής.

Ας δούμε τώρα γιατί ο παραγωγός-καλλιτέχνης-βιοτέχνης ή και ε­ρασιτέχνης και γιατί ο καταναλωτής, την περίοδο τής επανάστασης τους στον εκβιομηχανισμό τού προσωπικού τους περιβάλλοντος, έδειξαν την προτίμηση τους στην κεραμική και όχι σε κάποια άλλη τέχνη ή τεχνική. Γιατί η αλήθεια είναι πως ενώ το ύφασμα, η τεχνική της υφαντικής ή του μπατίκ, συγκεντρώνουν ένα αρκετό ενδιαφέρον, πουθενά δεν δημι­ουργήθηκε ένα ανάλογο φαινόμενο, μια «τεχνούπολη» όπως το Μα­ρούσι.

Τι είναι ή κεραμική; Συνηθίζουμε να λέμε ή κεραμική τέχνη. Αλλά από κεραμική ύλη και με κεραμική τεχνική γίνονται και κατασκευές που δεν έχουν καμιά σχέση με οποιαδήποτε τέχνη. Παράδειγμα οι μονωτικές πορσελάνες. οι σωληνώσεις για αποχετεύσεις κ.λ.π. Στην πραγματικότητα η κεραμική έχει άπειρες λύσεις και δυνατότητες. Πλάκες, όγκοι γεμάτοι και διάτρητοι. Κοίλα πλαστικά σχήματα και δομικά στοιχεία συνταιριασμένα με χρωστικές ικανότητες σπάνιες. Χρώματα με διαφάνεια, χρώματα από ύλη, χρώματα τοΰ γυαλιού και μέταλλα, γυα­λιστερές και ματ επιφάνειες. Η κεραμική δεν είναι μια τέχνη προσδιο­ρισμένη. Για όλα τα παραπάνω παραμένει μια τεχνική δυνατότητα κα­τασκευής αλλά και έκφρασης, ανοιχτή για τους καλλιτέχνες, ανοιχτή για τους αγγειοπλάστες. για τους τεχνικούς και για τους επιστήμονες. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο.

Ποιο είναι το ηθικό κίνητρο για να κάνεις κεραμική σαν βιοτέχνης ή σαν καλλιτέχνης; Από όλες τις απαντήσεις που έδωσα στον εαυτό μου και που κατά καιρούς άκουσα, η μόνη που νομίζω πως καλύπτει τα όσα τμηματικά θα προσπαθήσω να αναλύσω είναι η παρακάτω: Η αναγκαιότητα της επαφής στη γενικότερη μορφή της. Τμηματικά ρόλο παίζουν στην κεραμική η προσιτότητα της ύλης, τα βιώματα και η ιστορία της, η τεράστια δυνατότητα και πολυμορφία των υλικών της, που κιόλας έχω αναφέρει, και τέλος η διαδικασία της.

Είναι διαπιστωμένο, από εκπαιδευτικές και από επαγγελματικές εμπειρίες, ότι σχεδόν οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μια κλίση στον πηλό. Η διάθεση του ανθρώπου να δημιουργήσει με τα χέρια του, να πλάσει και να κατασκευάσει, βρίσκει άμεση ανταπόκριση στο εύπλαστο και προσιτό της πρώτης κεραμικής ύλης. Πράγμα που πλάθεται όπως το θέλεις γίνεται γρήγορα δικό σου και μπορείς γι’ αυτό και να το καταλάβεις και να το αγαπήσεις. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα πού σε συνδέει με την κεραμική. Το δεύτερο και αλληλένδετο μ' αυτό είναι η ιστορία της. Όλοι έχουμε βιώματα προσωπικά από την παιδική μας ηλικία. Όλοι παίξαμε και όλοι κατασκευάσαμε τους «χώρους» μας από χώμα και άμμο. Η κεραμική μας συνδέει με το χώρο, με το φυσικό περιβάλλον μας και με τις ρίζες μας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως ή επιστροφή στην κεραμική γίνεται μόλις παρουσιάζεται το πλαστικό και όλες οι ύ­λες που είναι καινούργια τεχνολογικά παρασκευάσματα. Η ιστορία της κεραμικής είναι συνυφασμένη με την ιστορία της ανθρωπότητας. Το πλαστικό δεν έχει ιστορία και αντίκρισμα στο φυσικό μας περιβάλλον. Είναι κατασκεύασμα διανοητικό, που δεν πέρασε από το κόσκινο της αίσθησης. Είναι αποτέλεσμα του τεμαχισμού της ατομικότητας. Θα χρειαστεί καιρός για ν' αποκτήσει την ιστορία του και για να χρησιμέ­ψει κάποτε σα μέσο συνεννόησης των μαζών.

Εκτός από τα παραπάνω στην κεραμική, η ποικιλία των μέσων που κιόλας αναφέρθηκε θα μπορούσε και μόνη της να καλύψει όλο το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη και του βιοτέχνη. Και τώρα ερχόμαστε στο τελευταίο στοιχείο, στη διαδικασία της. Κάθε πράξη για να συντελεστεί χρειάζεται μια μεθόδευση, που δεν είναι άσχετη ούτε με την ποιότητα ούτε με το χαρακτήρα της. Η κεραμική πράξη έχει πολλές διαδοχικές φάσεις. Κάθε κεραμικό αποτέλεσμα έχει δυο βασικούς συντελεστές, αντιμέτωπους και συνεργάτες ταυτόχρονα. Από τη μια μεριά ο άνθρωπος αναπλάθει τη μορφή που θέλει να αποκρυσταλλώσει με τη μεταλ­λαγή της ύλης. Από την άλλη μεριά, η φωτιά αυστηρός κριτής, τιμωρός ή εργαλείο στα χέρια της ανθρώπινης ικανότητας. Ο διαρκής αγώνας για το αποτέλεσμα, η πολυμορφία στις φάσεις της δουλειάς, η ανάγκη της βαθιάς γνώσης της ύλης και της ενέργειας, προσθέτουν ολοκλήρω­ση στην έννοια του επαγγέλματος. Ανεξάρτητα από το βιοπορισμό και τη ζήτηση, αυτοί είναι οι λόγοι που οδηγούν τον καλλιτέχνη, το βιοτέ­χνη και το κοινό, ανεξάρτητα έστω και από το βαθμό που ο καθένας συνειδητοποιεί τις παρορμήσεις και τις πράξεις του.

Ας δούμε τώρα, ποια είναι ποιοτικά η εξέλιξη που έφερε στην κε­ραμική, η βαθμιαία αύξηση των βιοτεχνών, η απορρόφηση καλλιτεχνών στο χώρο της κεραμικής και η ταυτόχρονη στροφή του κοινού, στην αρχή προς το καθαρά βιοτεχνικό κεραμικό αντικείμενο χρήσης και τελικά προς όλες τις κεραμικές μορφές τέχνης. Η ζήτηση τοΰ βιοτεχνικού κεραμικού δεν περιορίστηκε στο Μαρουσιώτικο. Το ενδιαφέρον του κοινού στράφηκε και στα αλλά κέντρα παραδοσιακής κεραμικής, στο βαθμό που αυτά ήταν γνωστά και προσιτά.

Η πρώτη διαφοροποίηση της μορφής τού κεραμικού έγινε στο Μα­ρούσι. Η ολοένα μεγαλύτερη αύξηση της ζήτησης προσκόλλησε στη βιοτεχνία καινούργιους επαγγελματίες ασχέτους από την παράδοση και ο συναγωνισμός απομάκρυνε όλους μαζί από τις παραδοσιακές μορφές. Χωρίς να δημιουργηθεί καμιά καινούργια συγκεκριμένη τάση, άρχισαν να εισβάλλουν επηρεασμοί από ξενικά πρότυπα, άρχισε το ενδια­φέρον για καινούργιες γνώσεις και ένα μορφικό ανακάτεμα που περιείχε άπειρες επιδράσεις και λίγη αφομοίωση. Η ζήτηση όμως και παρ' όλα αυτά συνεχιζότανε με διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό. Ναι δεν υπήρ­χανε γνήσια στοιχεία, δεν υπήρχε συγκεκριμένος καλλιτεχνικός λόγος σ' αυτά τα αντικείμενα. Υπήρχε όμως η ανθρώπινη παρουσία και αυτή, όπως το ξεκαθαρίσαμε από την αρχή, ήταν αρκετή.

Στο αγοραστικό κοινό προστέθηκαν με τη σειρά τους και οι τουρίστες. Το φαινόμενο της στροφής προς το βιοτεχνικό και καλλιτεχνικό κεραμικό προϊόν είναι, όπως είπαμε, διεθνές, οφείλεται στους ίδιους λόγους και στο εξωτερικό έχει συγκεντρώσει γύρω από την κεραμική πολ­λούς καλλιτέχνες που την μεταχειρίζονται σα μέσο έκφρασης, ενώ ταυτόχρονα ασχολούνται με όλες τις εφαρμογές της. Η αύξηση του τουρι­σμού, πολλαπλασιάζει την κίνηση στο Μαρούσι. Δεν έχει την ίδια επίδραση στα επαρχιακά παραδοσιακά κέντρα της κεραμικής. Οι τεχνίτες που ασχολούνται με τον πηλό μειώνονται προοδευτικά. Άλλοι έρχονται στην Αθήνα, άλλοι προτιμούν άλλα πιο προσοδοφόρα επαγγέλματα. Η επαρχία φθίνει, τα καμίνια εγκαταλείπονται, η παραδοσιακή τέχνη περνάει τις τελευταίες ώρες της. Κανένα ενδιαφέρον δεν εκδηλώθηκε από την κρατική πλευρά για τη συντήρηση των παραδοσιακών κέντρων και της λαϊκής τέχνης μέχρι τη στιγμή, που γίνεται αντιληπτή η πιθανή τουριστική εκμετάλλευση του κεραμικού. Αμέσως μετά αρχίζει δραστή­ρια κινητοποίηση για τη συντήρηση της παράδοσης και την ανάπτυξη της βιοτεχνίας.

Ας δούμε τώρα πώς επιχειρήθηκε και πού οδήγησε η προσπάθεια αυτή.

Πριν να εξιστορήσουμε τα γεγονότα, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε μερικά πασίγνωστα και απλά, γύρω από τη λαϊκή τέχνη, την καταγωγή και το χαρακτήρα της.

Οι μορφικοί χαρακτήρες της λαϊκής τέχνης, που όταν επαναλαμβάνονται από γενιά σε γενιά τους λέμε παραδοσιακούς, δημιουργούνται από την ύπαρξη κοινών ηθών και εθίμων, ενός οργανωμένου κοινωνι­κού συνόλου και αποτελούν τη συλλογική εικαστική έκφρασή του.

Η λαϊκή τέχνη λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα άτομα που αποτελούν το σύνολο αυτό και δηλώνει τη συμμετοχή του λαϊ­κού στοιχείου στην κοινωνική δομή και πορεία.

Η λαϊκή τέχνη ανθεί, όπου η κοινωνία ευημερεί και έχει συνοχή. Όπου η λαϊκή τέχνη φθίνει, το ίδιο το κοινωνικό σύνολο φθίνει και υπόκειται σε διαφοροποίηση. Αυτό ταυτόχρονα σημαίνει ότι το παραδοσιακό σχήμα που δηλώνει χρονικά τη σταθερότητα του κοινωνικού συνόλου μοιραία θα διαφοροποιηθεί. Αν αυτό το κοινωνικό σύνολο, α­ναπτύξει καινούργια δραστηριότητα οικονομική και αν διατηρήσει την ίδια δομή και την ίδια συνοχή, η λαϊκή τέχνη θα ξαναναπτυχθεί με διαφορετική μορφή.

Το εμπόριο, που παίζει το ρόλο του μεσάζοντα, όπου ή λαϊκή τέχνη ανθεί, γίνεται φορέας τής διάδοσης της, όπου φθίνει συντελεί ακόμα περισσότερο στη φθορά της.

Ξαναγυρίζουμε τώρα στην προσπάθεια της ανάπτυξης συνοψίζοντας την υπάρχουσα τότε κατάσταση.

Υπάρχει ένας πυρήνας κεραμικής τέχνης κοντά στην πρωτεύουσα. Το Μαρούσι. Οικονομικά ανθεί. Δεν είναι όμως κέντρο λαϊκής τέχνης. Δεν εκφράζει κανένα πια συγκεκριμένο σύνολο. Είναι μια κεραμούπολη πού σ' αυτήν ζυμώνονται πολλές ατομικές κατευθύνσεις. Συνολικά η παραγωγή εκφράζει διαφορετικές τοποθετήσεις, αντιλήψεις και κουλ­τούρα.

Υπάρχουν παράλληλα αρκετοί πυρήνες κεραμικής λαϊκής τέχνης στην επαρχία. Ιδιαίτερα στη Σίφνο. Σάμο. Κρήτη κ.λ.π. Ο παραδοσιακός χαρακτήρας διατηρείται ακόμα στα κέντρα αυτά που συνεχώς λιγο­στεύουν. Με την άνοδο τής τουριστικής κίνησης, αρχίζει η κρατική δραστηριοποίηση για την ανάπτυξη τής βιοτεχνίας. Δίνονται δάνεια στους βιοτέχνες για τον εκσυγχρονισμό των εργαστηρίων τους, καλούνται ε­μπειρογνώμονες και τεχνικοί από το εξωτερικό και στέλνονται στα κυριότερα κέντρα της κεραμικής. Δίνονται υποτροφίες σε νέους βιοτέχνες και σε καλλιτέχνες που ασχολούνται με την κεραμική και εκδίδονται βιβλία για τη βοήθεια των επαγγελματιών και ταυτόχρονα για τη διάδοση της παραδοσιακής μορφής. Τα αποτελέσματα είναι τα παρακάτω: Πολλά, τα περισσότερα, εργαστήρια εκσυγχρονίζονται, αλλά η βελτίωση τού υλικού, η ποιοτική εξέλιξη από την τεχνική πλευρά τού προϊόντος είναι μικρή και ταυτόχρονα επιταχύνεται η εγκατάλειψη της παραδοσι­ακής μορφής. Η μεθόδευση τής ανάπτυξης δεν μπορούσε να οδηγήσει πάρα στο αποτέλεσμα αυτό. Για να το αποδείξουμε θα αναλύσουμε με τη σειρά τα δεδομένα.

Τα δάνεια, οπωσδήποτε βοηθήσανε πολύ τούς βιοτέχνες, στον εξοπλισμό με σύγχρονα μηχανήματα των εργαστηρίων τους. Στο μεγαλύτε­ρο ποσοστό τα μηχανήματα βοηθήσανε τους όρους της παραγωγής, χωρίς να συντελέσουν στην ποιότητα του προϊόντος, επειδή δεν υπήρχανε οι ανάλογες γνώσεις. Οι ξένοι εμπειρογνώμονες, που φωνάξαμε για να μας αναπτύξουν, επαγγελματίες οι ίδιοι κεραμίστες, όχι από τούς καλύ­τερους, δεν είχαν την ικανότητα μετάδοσης γνώσεων ούτε προσαρμοστικότητα στις τοπικές συνθήκες πού συνάντησαν, με άλλα λόγια δεν ήταν εμπειρογνώμονες. Αλλά και άριστοι αν ήταν, το χάσμα που χώριζε τη νοοτροπία τους από εκείνη των κανατάδων ήταν τόσο μεγάλο και ο χρόνος που είχαν στη διάθεσή τους τόσο λίγος, που το αποτέλεσμα πάλι θα ήτανε πολύ μικρό. Ειδικά στα επαρχιακά κέντρα, οι. τεχνίτες του πη­λού, μάθανε ότι υπάρχουν ηλεκτρικοί φούρνοι και άλλα μηχανήματα που διευκόλυναν τη δουλειά τους. Μάθανε ότι υπάρχουν πλήθος υλικά που βελτιώνουν την κεραμική μάζα και πλήθος υλικά για τη διακόσμηση της.

Παράλληλα όμως μάθανε ότι όλα αυτά τα υλικά ούτε να τα γνωρίσουν εύκολα μπορούσαν ούτε να τα μεταχειριστούν κάτω από τις συν­θήκες που ζούσαν και με τις περιορισμένες τεχνικές γνώσεις τους. Μάθανε ακόμα ότι το «κεραμικό» είναι πολύ εμπορεύσιμο.

Πολλά από τα παιδιά των βιοτεχνών και νέοι βιοτέχνες όπως είπαμε, πήραν μικρές υποτροφίες για το εξωτερικό. Εκεί είδαν — γιατί σε τρεις μήνες μόνο να ιδείς μπορείς, όχι να σπουδάσεις και να μάθεις — όλη την τεχνική εξέλιξη της κεραμικής και την τεράστια ποικιλία των μορφών της. Γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους, που δεν είχε ανάλογη σχολή για να αξιοποιήσουν με τη σπουδή αυτά πού είδανε.

Η παραδοσιακή μορφή είχε κλονιστεί στους περισσότερους χωρίς όμως και να μπορεί να αντικατασταθεί. Σαν αποτέλεσμα η όλη αυτή προσπάθεια είχε σε μεγάλο βαθμό την εγκατάλειψη της παράδοσης.

Μετά από όλο αυτό το πυροτέχνημα, ακόμα περισσότεροι επαρχιώ­τες τεχνίτες μετακόμισαν στο Μαρούσι και τα περίχωρα τής Αθήνας, γιατί μ' αυτό τον τρόπο διευκολύνανε και το εμπόδιο της δουλειάς τους και την επαγγελματική ανάπτυξη τους. Και τα επαρχιακά κέντρα μείνανε φτωχότερα από λαϊκούς τεχνίτες.

Ας δούμε τώρα και την προσπάθεια αναβίωσης του παραδοσιακού στοιχείου μέσα από τις εκδόσεις τού ΕΟΕΧ. Σ’ αυτές ήταν συγκεντρω­μένα πάρα πολλά στοιχεία παραδοσιακά. Μοτίβα, που έχουνε τις ρίζες τους στον Κρητομυκηναϊκό — Αρχαίο Ελληνικό και το Βυζαντινό πολιτισμό. Αποκομμένα από το χώρο τους. κακοφτιαγμένα. χωρίς νόημα και περιεχόμενο, χωρίς καμιά επεξήγηση. Τα βιβλία αυτά απευθύνονταν στους νέους επαγγελματίες, σ' αυτούς που αποκομμένοι από οποιαδή­ποτε παράδοση άρχιζαν να εισχωρούν στο χώρο της βιοτεχνικής κερα­μικής. Έτσι κι αλλιώς το παραδοσιακό σχήμα ήταν καταδικασμένο. Η κοινωνική δομή της επαρχίας είχε αρχίσει να αλλάζει με την τουριστική ανάπτυξη. Οι τουριστικές επιχειρήσεις, που οπωσδήποτε αναζωογόνησαν οικονομικά την επαρχία, κινήθηκαν απ' το μεγάλο κεφάλαιο δίνοντας το ρόλο του σερβιτόρου και του καμαριέρη στο ντόπιο λαϊκό στοιχείο. Περίπου δηλαδή, και με διαβαθμισεις η ζωή της επαρχίας διαμορ­φώθηκε στα πρότυπα της οργάνωσης του εργοστασίου. Το λαϊκό στοιχείο και στις δύο περιπτώσεις δεσμεύεται χωρίς να συμβάλλει στη διαμόρφωση του έργου, στη διαμόρφωση της ζωής και σε επέκταση στη διαμόρφωση της τέχνης.

Η όλη προσπάθεια ανάπτυξης της κεραμικής βιοτεχνίας οδήγησε, στο ποσοστό που μπορούσε, στην απομάκρυνση από την παράδοση και με την αντιγραφή των μοτίβων της στην εκμετάλλευση του νεκρού σχή­ματος, χωρίς να συμβάλλει στην ανανέωση της κεραμικής τέχνης με τη δημιουργία σχολής ή τοπικών σχολών, που θα δίνανε πραγματική ώ­θηση.

Ανεξάρτητα με την κοντοπρόθεσμη αυτή πολιτιστική, αλλά και οικο­νομική πολιτική γύρω από το θέμα της κεραμικής, η αποδέσμευση της τεχνικής από την παράδοση, έφερε μαζί της τα σπέρματα της ανανέ­ωσης.

Γιατί παράλληλα με μια σειρά επαγγελματιών που δεν ξεκινούν το επάγγελμα του βιοτέχνη από τούς λόγους που θα έπρεπε, αλλά μόνο για το κέρδος, με αποτέλεσμα να μεταχειρίζονται αναφομοίωτα και κακόγουστα πλαστικά και διακοσμητικά στοιχεία, παράλληλα μ' αυτούς και ολοένα περισσότεροι καλλιτέχνες, γλύπτες, ζωγράφοι αλλά και κεραμίστες. καλλιτέχνες που σπούδασαν ειδικά την τεχνική της, ασχολούνται επαγγελματικά με την κεραμική. Τη χειρίζονται σα μέσο καθαρά εκφραστικό και ταυτόχρονα ασχολούνται και δίνουν νέα μορφή στο αντικείμενο. Αυτοί δεν υπακούουν παρά στη δική τους αντίληψη και δεν είναι η ζήτηση εκείνη που ρυθμίζει τα μορφοπλαστικά στοιχεία που μεταχειρίζονται. Είναι ακριβώς εκείνοι πού φέρνουν νέο προβληματισμό και ποικιλία στη μορφή του σημερινού κεραμικού.

Μαζί μ' αυτούς μια σειρά από βιοτέχνες που ξεκινούν από την παράδοση με κάποια τεχνική υποδομή και το επεξεργασμένο από την κληρονομιά τους γούστο, δέχονται την επίδραση τόσο των ξένων όσο και των ντόπιων καλλιτεχνών που ασχολούνται με τον πηλό και αφομοιώνοντας με το δικό τους τρόπο τις νέες αντιλήψεις φτάνουν σε απο­τελέσματα αξιόλογα.

Σήμερα και κάτω απ' τις κοινωνικές συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει λαϊκή τέχνη. Την ώρα αυτή. μόνο τα άτομα που αντιστέκονται στον εκβιομηχανισμό, μόνο τα άτομα που έχουν συλλάβει συνειδητά ή ασυνείδητα τον πραγματικό κοινωνικά ρόλο της τέχνης σε όλες τις μορφές και εκδηλώσεις της. μπο­ρούν με την ατομική παρεμβολή και παρουσία τους στο χώρο αυτό να αποτελέσουν τούς πυρήνες για μια μελλοντική συλλογικότερη αναβίωση.

Και η κεραμική από το χαρακτήρα και τους λόγους που αναφέραμε συμβάλλει σ’ αυτό.