Εισαγωγή στο κείμενο "Σημειώσεις για το παιδικό σχέδιο"
Συγγραφείς:
Μαίρη Χατζηνικολή

Όταν ήμουνα στην Α΄Δημοτικού κάποια μέρα μάς έβαλε η δασκάλα να ζωγραφίσουμε ένα ψάρι. Μόλις τελειώσαμε, με σήκωσε και με έστησε απάνω στην έδρα και έπλεξε το εγκώμιο του σχεδίου μου, παραδειγματίζοντας τα άλλα παιδιά. Είχα ζωγραφίσει, όπως έλεγε, το καλύτερο ψάρι, εκείνο που έμοιαζε περισσότερο.

Η αντιπαιδαγωγική ενέργεια θα είχε αποτελέσματα σε όλη την τάξη. Εγώ θυμάμαι όμως μόνο όσα είχανε σχέση με τον εαυτό μου. Στην αρχή ένιωσα απορία, γιατί δεν καταλάβαινα το είδος της αμοιβής. Ευχαριστιόμουνα να ζωγραφίζω χωρίς να ξεχωρίζω αυτή την ασχολία από τα παιχνίδια μου. Τι σχέση είχε το ¨καλύτερο" και το "χειρότερο"; Γιατί τα ανακάτευε η δασκάλα με τη ζωγραφική;

Ταυτόχρονα φοβόμουνα, ντρεπόμουνα και χαιρόμουνα που με ξεχώριζε από τους άλλους. Μετά από αυτό και από ανάλογα περιστατικά άρχισα να διαφοροποιούμαι από την ομάδα και να χάνω την ξένοιαστη χαρούμενη ασχολία μου με τις μουτζούρες και τα χαρτιά.

Στο εξής είχα υποχρεώσεις. Ήμουνα το ξεχωριστό εκείνο πλάσμα που μπορούσε να μιμείται τα πραγματικά αντικείμενα και όφειλε, αφού αυτό ήταν το σωστό, να τα μιμείται όσο γίνεται καλύτερα.

Η λαθεμένη κατεύθυνση που πήρα με ταλαιπώρησε και πέρα από την εφηβεία, γιατί η παραμικρή φράση του δασκάλου λειτουργεί σαν αισθητικός κανόνας για το παιδί. Η κατεύθυνση προς τη μίμηση του φαινομένου και ο διαχωρισμός του ταλέντου από την υπόλοιπη τάξη είναι βασικά εκπαιδευτικά λάθη με επιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρές στις μικρές ηλικίες. Οι συγκρίσεις "εσύ μπορείς, εσύ δεν μπορείς" αναχαιτίζουν τις εκδηλώσεις των παιδιών και απομακρύνουν τα περισσότερα από την άσκηση της εκφραστικής τους ικανότητας. Όσο για τη μίμηση του φαινομένου, μπορεί να αποτελεί στην εφηβεία κάποιο μέσο σχεδιαστικής εξάσκησης, αλλά σε καμια περίπτωση δεν αντικαθιστά τους βασικούς στόχους της καλλιτεχνικής δραστηριότητας.

Ένα άλλο πολύ ευάλωτο σημείο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας είναι η προσωπική έκφραση κάθε παιδιού. Θα αναφερθώ και πάλι σε δικό μου περιστατικό. Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο τα σχέδια μου απεικόνιζαν πιστά την εξωτερική πραγματικότητα (σύμφωνα με τις οδηγίες της πρώτης μου δασκάλας). Οι συνθέσεις μου όμως ήταν πολύ περίεργες. Η επιφάνεια του χαρτιού ασφυκτιούσε από μια απερίγραπτη συσσώρευση ετερόκλητων αντικειμένων. Η εξήγηση ήτανε απλή, την ανακάλυψα όμως μόνη μου αρκετά χρόνια αργότερα. Τα σχέδια αυτά έγιναν λίγο μετά την κατοχή. Είχαμε πεινάσει, κρυώσει, χάσει φίλους, είχαμε ζήσει τον πόλεμο. Τα σχέδια μου, παρ' όλο που δεν είχαν σχετικές αναφορές, μαρτυρούσαν την ανησυχία και την ανακατατάξη των ιδεών της εποχής εκείνης. Είχα βρει δηλαδή το δικό μου προσωπικό  μέσο έκφρασης, παρ' όλη τη μίμηση της εξωτερικής πραγματικότητας.

Η καθηγήτρια μου ήταν εξαιρετική. Είχε φωτισμένο μυαλό και ελεύθερες αντιλήψεις. Παρ' όλ' αυτά δεν "είδε" τι έκανα. "Πάρα πολύ καλοσχεδιασμένα", μου έλεγε, "αλλά γιατί τα βάζεις έτσι; Γιατί το ψωμί είναι απάνω στη σκακιέρα και τι δουλειά έχει ο μύλος του καφέ πλάϊ στο φτερό του ξεσκονίσματος; Γιατί τα χρώματα σου είναι τόσο βάρβαρα και πικρά;" Έπαψα να βάζω τα χρώματα που ήθελα, για να μην είναι βάρβαρα και πικρά. Έπαψα να συνθέτω με πολλά αντικείμενα. Αλλοτριώθηκα.

Η θέση μας απέναντι στο έργο του παιδιού πρέπει να είναι εκείνη του καλλιεργημένου και ευαίσθητου θεατή που μπορεί να εκτιμήσει κάθε δημιουργία, ανεξάρτητα από την ικανοποίηση της δικής του αισθητικής τοποθέτησης