Για τον Πάνο Σαραφιανό
Συγγραφείς:
Μαίρη Χατζηνικολή

Είναι γνωστό ότι η τέχνη λειτουργεί σαν καθρέφτης της εποχής της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η δημιουργική πρά­ξη και το αποτέλεσμά της προκαθορίζονται, ούτε ότι οι καλλιτέχνες είναι ανεύθυνοι για τις επιλογές τους. Επειδή η τέ­χνη δεν είναι μόνο αισθητικό, αλλά και γνωστικό αντικείμενο, η παράθεση ιστορικών και βιογραφικών στοιχείων μπο­ρεί να βοηθήσει τη νοητική προσέγγιση με το δημιούργημα και τον δημιουργό του και να αφαιρέσει παρωπίδες που συ­σκοτίζουν το μήνυμα του καλλιτέχνη. Υπάρχει βέβαια κίνδυνος τα πολλά λόγια να απομακρύνουν τον θεατή από την ουσιαστική προσέγγιση, που είναι η αισθητικονοητική απόλαυση που εκπέμπει το ίδιο το έργο. Γι αυτόν τον τελευταίο λόγο, όσα βιογραφικά στοιχεία του Σαραφιανού είχαν δοθεί στο παρελθόν, ήταν λιγόλογα. Σήμερα, όμως, 28 χρόνια με­τά τον θάνατο του, έχουμε περάσει σε μιαν άλλη εποχή και πιστεύω πως είναι απαραίτητο ένα βιογραφικό με περισσό­τερες αναφορές στους λόγους των επιλογών του.

Ο Πάνος Σαραφιανός γεννήθηκε στη Λαμία το 1919. Τα πρώτα του βήματα έγιναν στο εργαστήρι ζωγραφικής του πατέρα του, Γιώργου Σαραφιανού. Η οικογένειά του ήταν πολυμελής. Εννέα αδέλφια και αδελφές συνδεμένα με δεσμούς αγάπης και ανέχειας. Ήταν αφοσιωμένος στη μητέρα του, γυναίκα στοργική και μειλίχια. Στα 9 του χρόνια η οι­κογένεια μετακόμισε στην Αθήνα, ελπίζοντας σε περισσότερες ευκαιρίες και καλύτερη τύχη, χωρίς επιτυχία για αρκετό διάστημα. Έτσι, από τα 13 του, εργάστηκε σε διάφορες εμπορικές και διαφημιστικές μικροδουλειές, παρακολουθώ­ντας νυχτερινό σχολειό. Μεταξύ του 1937-40 αγιογράφησε μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό του Νίκο μία εκκλησία στα Σπάτα και μία στο Καρπενήσι. Το 1939 μπήκε στο προκαταρτικό τμήμα της ΑΣΚΤ με δάσκαλο τον Δ. Μπισκίνη. που διέκρινε αμέσως το ταλέντο του. Το 1940 στον πόλεμο στρατεύτηκε και στα κατοχικά χρόνια μπήκε στα εργαστήρια της ΑΣΚΤ, από όπου αποφοίτησε το 1945, έχοντας επιτύχει επαίνους και βραβεία. Στη διάρκεια της κατοχής υπήρξε μέλος της Εθνικής Αντίστασης και τον τελευταίο χρόνο, μαζί με άλλους καλλιτέχνες, έγινε αντάρτης του ΕΛΑΣ, αλλά με σύνεργα ζωγραφικής αντί για όπλα και με όνειρα για εκπολιτισμό.

Στη νεανική του ηλικία έζησε όλα τα δεινά του τόπου. Τη φτώχεια, τον πόλεμο, την κατοχή, την επικράτηση του φα­σισμού. Μετά την απελευθέρωση, ακόμα χειρότερα, την απώλεια μιας αδελφής του το 1945, αλλά και τη διάψευση της ελπίδας για μια πιο δίκαιη ζωή, τη διαστρέβλωση όλων των αξιών που θερμαίνουν και ομορφαίνουν την ψυχή των νέ­ων. Την προδοσία να προβάλλει σαν εθνική σωτηρία, τον απελευθερωτικό αγώνα να στιγματίζεται σαν προδοσία. Το άσπρο μαύρο στη ζωή. Το άσπρο μαύρο, γύρω από το οποίο κινήθηκε όλη η ζωγραφική των ώριμων χρόνων του Σα­ραφιανού. Ο βαθύς συμβολισμός στην τέχνη είναι βραδυφλεγής και πολλές φορές προηγούνται διεργασίες μακροχρό­νιες και στην αρχή ασυνείδητες.

Δύο χρόνια μετά την αποφοίτησή του, άρχισε το διδακτικό του έργο. Ο Βρασίδας Βλαχόπουλος, που αργότερα και για πολλά χρόνια έγινε στενός του συνεργάτης, εγώ, που αργότερα έγινα γυναίκα του, και λίγοι ακόμα υποψήφιοι σπουδαστές εγκαινιάσαμε το πρώτο του εργαστήρι - φροντιστήριο. Αν και λεγόταν φροντιστήριο και λειτουργούσε με πολύ μεγάλη επι­τυχία, δεν περιοριζόταν στην προετοιμασία της επόμενης βαθμίδας σπουδής. Πάρα πολλοί μαθητές του διατήρησαν σχέ­σεις ζωής και με τον δάσκαλο και με το εργαστήριο - σχολή. Η ΑΣΚΤ δεν ενθάρρυνε τους αισθητικούς και τους κοινωνικοαισθητικούς προβληματισμούς.

Ο Πάνος Σαραφιανός, αν και μόλις 27 ετών, όταν τον γνωρίσαμε, είχε ήδη μεγάλη φήμη για τις εξαιρετικές σπου­δές, το ταλέντο και την προσωπικότητά του. Πράος, βαθύς, ουσιαστικός στις σχέσεις του, απέπνεε εμπιστοσύνη και αν­θρωπιά. Χωρίς έπαρση, σ' όλη του τη ζωή, παρ' όλη την αυξανόμενη αίγλη του. Σπάνιο επίσης δηλωτικό του χαρακτή­ρα του, το ότι δεν είχε κόμπλεξ, παρ' όλο που λόγους είχε: η σχολική του εκπαίδευση ήταν ελλιπής, αλλά το πνεύμα του ευρύ και διεισδυτικό σάρωνε τα πάντα. Επίσης, είχε χάσει από παιδί το ένα του μάτι σε ατύχημα, κάτι που θα μπορούσε να βαραίνει στην ψυχή ενός νέου καλλιτέχνη. Κάποτε ο Σεζάν είπε -υπονοώντας το είδος της δουλειάς του Μονέ- "Ο Μονέ δεν είναι παρά ένα μάτι, αλλά τι μάτι". Ο ζωγράφος και συμφοιτητής του Γιώργος Βακιρτζής είπε γι αυτόν: "θα μπορούσε ο Παναγιώτης ο Σαραφιανός να βάλει μέσα σε ένα τετραγωνικό πόντο δεκαπέντε φόρμες· τέτοια διείσδυση είχε και με ένα μάτι. Το ένα μάτι του Σαραφιανού ήταν πολλαπλά μάτια δικά μας". Το ψυχικό του σθένος τον έκανε να ξεπερνάει τα δεινά του. Γι' αυτό δεν είχε ούτε κόμπλεξ για τον εαυτό του, ούτε μικρότητες για άλλους. Ο Σαραφιανός αγαπούσε βαθειά: τη ζωή, τη φύση, την τέχνη, τους ανθρώπους, κι αυτός ο πλούτος ανάβλυζε σε ένα αστραφτερό, ανε­πανάληπτο χαμόγελο, που κέρδιζε αμέσως.

Προικισμένος οραματιστής, εξομολόγος, εμψυχωτής, μεταδότης, κατόρθωσε να δώσει μια εξαιρετικά ουσιαστική και ανανεωμένη διάσταση στη λέξη δάσκαλος. Στο Λεύκωμα αυτό θα καταθέσουν άλλοι μαθητές του με περιεκτικό τρόπο. Περιορίζομαι να επισημάνω: Δεν έκανε σχολή, Ιδανικά και πίστη εμφυσούσε στους νέους. Υποβοηθούσε την άνθιση της προσωπικότητάς τους και, στο βαθμό που ήταν δεκτικοί, τους έκανε να καταλάβουν πως η τέχνη έχει και κοινωνικό προορισμό.

Το 1949 χάνει τη μητέρα του και η απώλεια τον επηρεάζει βαθιά. Ως το 1952 η δραστηριότητά του συνεχίζεται χωρίς κάποιο ιδιαίτερο σταθμό. Τότε αγιογραφεί τον Αγ. Γεώργιο του στρατώνα της Κορίνθου, νέα εμπειρία, γιατί πρόκειται για εκκλησία ανοιχτή, υπαίθρια. Το 1954 είναι ιδιαίτερα φορτισμένη χρονιά. Χάνει τον πατέρα του. Κάνει την πρώτη του έκθεση στη γκαλερί ΑΔΕΛ. Παντρεύεται και μεταφέρει το εργαστήρι του στην οδό Ιθάκης 85, φημισμένο εργαστήρι, που θα διατηρήσει ως το τέλος της ζωής του. Το 1955 αποκτά τον πρώτο του γιό, τον Γιώργο και δέκα χρόνια αργότερα τον δεύτερο γιο του, τον Δημήτρη. Το 1956-7 πηγαίνει στη Ρώμη, όπου του δίνεται η ευκαιρία να μελετήσει όλη την ιταλική -και όχι μόνο- τέχνη του παρελθόντος και τα διεθνή σύγχρονα κινήματα. Συγχρόνως σπουδάζει φρέσκο και κεραμική στο Instituto d' Arte.  Ως τα μέσα του 1959 βρίσκεται μεταξύ Αθηνών και Ρώμης. Στα διαστήματα της απουσίας του, το φοντιστήριο αναλαμβάνει ο συνεργάτης του Βρασίδας Βλαχόπουλος επίσης με πολλή επιτυχία.

Στην Αθήνα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων η πληροφόρηση, τόσο για τα παγκόσμια κινήματα, όσο και για τους λόγους της ανάπτυξής τους ήταν πενιχρή και η επαφή με την ίδια την τέχνη ανύπαρκτη. Η ΑΣΚΤ περιόριζε τους νέους σε ζωγραφικές τεχνοτροπίες του παρελθόντος. Την ίδια τέχνη προωθούσαν και οι επίσημες εκθέσεις. Οι νέοι μάθαιναν ένα είδος ζωγραφικής, που δεν είχε σχέση με την εποχή τους. Λες και δεν είχε ξεθεμελιωθεί ο παλιός κόσμος, λες και δεν είχε ισοπεδωθεί η μισή Αθήνα. Οι καλλιτέχνες ζωγράφιζαν σαν να μην τους άγγιζε τίποτα, ούτε το χάος, ούτε η νέα εποχή. Και ούτε οι "στρατευμένοι θεματολογικά" έφεραν κάποια ουσιαστική ανανέωση στη μορφή και στα παραδοσιακά μέσα.

Ο Σαραφιανός εξ'αρχής γοητεύτηκε από το έργο του Παρθένη, αλλά καθόλου από τη μέθοδο της διδασκαλίας του, που έβγαζε τους μάθητές του με "καρμπόν". Προτίμησε λοιπόν τη φοίτηση στο εργαστήρι του Αργυρού, που δεν τον ενέπνεε, αλλά, για να είμαστε δίκαιοι, ήταν πιο "ανεξίθρησκος". Μελέτησε από μακριά και με τον δικό του τρόπο τον Παρθένη. Είδε πως ο συμβολισμός σ' αυτόν τον καλλιτέχνη πήγαζε κυρίως από την ιδιοτυπία και την απλοποίηση της φόρμας και ότι συγκέντρωνε εκεί τη δύναμή του. Η απλοποίηση και η ιδιοτυπία, με τον τρόπο που τις μεταχειριζόταν ο Παρθένης, εξυπηρετούσαν τους ιδεαλιστικούς σκοπούς του.

Ο Σαραφιανός δεν ήταν ιδεαλιστής. Αντίθετα ήθελε να φτάνει στη βάθος των πραγμάτων, των πραγμάτων της καθημερινής ορατής πραγματικότητας, στην ουσία, στη ρίζα τους. Κατάλαβε από την αρχή ότι η απλοποίηση και η ιδιοτυπία της φόρμας μπορούσαν να αξιοποιηθούν και προς άλλες κατευθύνσεις. Ζωγραφίζοντας αθρώπους -μόνιμο θέμα της ζωής του, που διαφαίνεται ακόμα και κάτω από τους αφαιρετικούς μανδύες της τελευταίας του δεκαετίας- έχει ήδη στα έργα του 1947 απλοποιήσει φόρμες και χρώματα, προσπαθώντας να εμβαθύνει στην ουσία. Λίγο αργότερα, το 1949, η γραμμή που θα γίνει από τα εκφραστικότερα μέσα του Σαραφιανού μελλοντικά, αποκτά ιδιαίτερη σημασία, διογκώνεται, απομακρύνεται από την ορατή πραγματικότητα, γίνεται περίγραμμα που ορίζει, ζώνει την εικόνα, για να εκφράσει αμεσότερα και εντονότερα το βάθος της. Όλο αυτό το πάθος και η ανασκαφή για την αλήθεια, η αναζήτηση για σταθερές που έλειψαν, οι καθαρά προσωπικές λύσεις είναι μια πρώτη προσφορά του Σαραφιανού στις πολιτιστικές ανάγκες του καιρού του.

Στην ιταλική παραμονή του ο Σαραφιανός δεν έπεσε "με τα μούτρα" να προσχωρήσει σε καλλιτεχνικά ρεύματα, ούτε να ενταχθεί στην έντονη κινητικότητα γύρω από την προβολή και την επικράτηση μέσω γκαλερί και κυκλωμάτων, κλίμα που ήταν εδραιωμένο παγκόσμια, αλλά διαφορετικό από το αθηναϊκό. Άλλωστε είχε ελεύθερο πνέυμα, αλλά δεν ήταν ούτε εύκολος ούτε εύπλαστος. Η αντίδρασή του θα ωρίμαζε με τους δικούς της ρυθμούς. Η διαμονή του στην Ιταλία τον είχε συναρπάσει, όχι τόσο για τη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή της, όσο για δυο άλλους συγκεκριμένους λόγους. Για τη μεγάλη μουσειακή τέχνη κα ιτις τοιχογραφίες του παρελθόντος, που μελέτησε με τη δική του μθοδολογική προσήλωση και για τις μεγάλες ευκαιρίες επαφής που είχε με τα παγκόσμια κινήματα του αιώνα μας. Τη δημιουργία νέων μορφών και αναδημιουργούμενων κόσμων των κυβιστών και των σουρεαλιστών -με τον Picasso ένιωθε ιδιαίτερη συγγένεια- τη σταδιακή αφαίρεση που κατέληξε στην αφηρημένη ζωγραφική του Kandisky και του Mondrian, την κοινωνικοαισθητική προσπάθεια του Bauhaus και, τέλος, τη συνάντησή του με την αυτόματη γραφή και τη χρήση του τυχαίου, ιδίως στο έργο του Pollock.

Η δουλειά του μεταξύ 1956-9 στρέφεται διαδοχικά σε διαφορετικές έρευνες και κατευθύνσεις. Σε μια σειρά έργων, διατηρώντας την παραδοσιακή σχέση με τη ζωγραφική εκ του φυσικού, μελετά το τυχαίο, όπως αυτό διαμορφώνεται από φυσικά αίτια στους τοίχους της πόλης, ανιχνεύοντας και πάλι ανθρώπινες μορφές. Σε μιαν άλλη σειρά μεγαλύτε­ρης διάρκειας, προχωρά με διάθεση, σχεδόν σεξουαλική, προς την αφαίρεση και ανασύνθεση μορφών και σωμάτων. Ταυτόχρονα, όπως και στα προηγούμενα χρόνια, κάνει σωρεία ολόκληρη σχεδίων, όπου μπορούν να φανούν όλες οι αναζητήσεις του έως το 1960.

Το 1958 αποφασίζει να διεκδικήσει τη θέση καθηγητή εργαστηρίου στην ΑΣΚΤ. Πίστευε ότι στη Σχολή θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερα και να εισαγάγει νέους προσανατολισμούς. Παράλληλα, μετά από πρόταση των καθηγητών Μ. Τόμπρου και Α. Γεωργιάδη, αποφασίζει να διεκδικήσει τη θέση του εφόρου σχεδίου στο προκαταρκτικό τμήμα της Σχολής. Είχε ήδη μεγάλη αναγνώριση σαν δάσκαλος αλλά και σαν ζωγράφος. Εμπλέκεται, όμως, σε πολλές και ψυχο­φθόρες δυσκολίες, στα γραφειοκρατικά τερτίπια και, τελικά, χάνει και τις δύο αυτές προοπτικές που τον ενδιαφέρουν ουσιαστικά. Ομοίως, πριν από αυτόν δεν είχαν επιλεγεί καθηγητές ο Μπουζιάνης και άλλοι ανανεωτές.

Το 1959 ξαναγυρίζει στην Ιταλία, όπου αγιογραφεί την Πλατυτέρα του Αγ. Ανδρέα της Ρώμης και στη συνέχεια επι­στρέφει οριστικά στην Αθήνα.

Η επιστροφή στο εργαστήριο και η ολοκληρωτική απασχόλησή του με τη ζωγραφική και τη διδασκαλία, λειτουργεί απελευθερωτικά στο έργο του. Ήδη, στα σχέδιά του, προσεγγίζει λύσεις τολμηρά αφαιρετικές, για να καταλήξει σε μια λαμπρή, όσο και μαύρη έκρηξη: το σπάσιμο των παραδοσιακών τρόπων έκφρασης με αποτέλεσμα τη γνωστή δυναμική δουλειά του 1960-63, για την οποία θα διατυπωθούν έγκυρες απόψεις στο Λεύκωμα αυτό και έχουν δημοσιευθεί ήδη κριτικές μετά την ατομική του έκθεση στις "Νέες Μορφές", το 1961, και στις εκδηλώσεις που έγιναν μετά τον θάνατο του.

Παρά το ότι η γοητεία, που ασκούν απάνω μου αυτά τα έργα στη μακρόχρονη καθημερινή μας συμβίωση, με απο­τρέπει από αναλύσεις, θα ήθελα να προσθέσω και τη δική μου άποψη. Αισθάνομαι ότι το τόσο μαύρο, που έχει κατα­κλύσει τους πίνακες, διατηρεί την ανάμνηση των "ανθρώπινων περιγραμμάτων" του 1949, αλλά τώρα έχει αποκολλη­θεί, έχει γίνει σπειροειδές, κινητικό και κοσμικό περίγραμμα -ο άνθρωπος όντας ο κόσμος του- περίγραμμα που δεν περικλείει, αλλά που επιχειρεί να περιγράψει με δίνες την ύπαρξη σαν ύλη χωρίς όριο, με χρωματικές μάζες, σύμβολα και αναμνήσεις, που αλλού υποχωρούν και αλλού πάλλονται και προβάλλουν. Χάρη σ' αυτή την κινητικότητα, η έντονη δραματικότητα και το τόσο μαύρο του Σαραφιανού δεν είναι πραγματικά καταθλιπτικά. Εμπεριέχουν κίνηση που είναι δηλωτική της ζωής. Η ζωγραφική του έκφραση απεικονίζει το δράμα αλλά και την εξέγερση που περιέχει τον σπόρο της λύτρωσης.

Μεταξύ του 1960-63 ζωγραφίζει ακατάπαυστα, εξαντλώντας όλες τις πτυχές του θέματος του. Το 1963 διορίστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο ως μουσειακός καλλιτέχνης. Το πνευματικό κλίμα, που υπήρχε χάρη στους Αλέκο Κοντόπουλο. Στέλιο Λυδάκη, το ζεύγος Καρούζου και πολλούς άλλους, ήταν φιλόξενο και ευνοϊκό. Του δόθηκε η ευκαιρία να εμβαθύ­νει στην τέχνη του παρελθόντος, να μελετήσει τη χρήση των καλλιτεχνικών μέσων από τους αρχαίους και τελικά να εννοή­σει -όπως γίνεται φανερό από τους μαγνητοφωνημένους μονολόγους του - τον ιδεολογικό συσχετισμό ανάμεσα σε κινή­ματα του παρόντος και του παρελθόντος. Αυτός ο άνθρωπος, ο τόσο σύγχρονος στον καιρό του, δεν αισθανόταν την ανά­γκη να γκρεμίσει, να απορρίψει, για να δημιουργήσει. Αντίθετα, αναζητούσε τις παγκόσμιες αλήθειες και τις σχέσεις, που αλληλοεπιβεβαιώνονται και νομιμοποιούνται.

Από αυτή την εποχή και ως το τέλος, το ενδιαφέρον του εστιάζεται στη ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη που αντιμετωπί­ζει με θαυμασμό, με οράματα και με παράλληλη ανησυχία. Είναι η εποχή που σχεδόν έχει συντελεστεί η αντιαισθητική ανοικοδόμηση της Αθήνας και αρχίζει να προχωρεί με ραγδαίους ρυθμούς η περιβαλλοντική καταστροφή και η απομά­κρυνση από τη φύση, που ο ίδιος λατρεύει. Αντιλαμβάνεται πως οι καλλιτέχνες δεν μπορούν πια να μένουν απομονωμέ­νοι με το καβαλέττο τους -υπάρχει ήδη μια χαρακτηριστική στροφή προς τις κατασκευές- αλλά ότι ήρθε η ώρα να εξορμήσουν συλλογικά στο περιβάλλον, ενεργοποιώντας παράλληλα τη συμμετοχή του κόσμου στην καλλιτεχνική διαδικασία και ελπίζοντας στον σπινθήρα μιας νεας ποιοτικής αντιμετώπισης της τέχνης μέσα στη ζωή. Οι ανησυχίες είναι διάχυτες και οι ζυμώσεις στο εργαστήριο φέρνουν άμεσα αποτελέσματα. Σχηματίζονται ομάδες έτοιμες για δράση λίγο πριν από το τέλος του. Ένας λόφος θα ήταν το ορμητήριο τους.

Παράλληλα το 1967-1968 η ζωγραφική του έχει διαφοροποιηθεί. Το πηγαίο και το καθοδηγούμενο τυχαίο κυριαρχούν, αλλά ο αυτοματισμός της γραφής έχει και πάλι τις ρίζες του στο ανθρώπινο ον. Είδα για πρώτη φορά αυτά τα έργα, όπως μου τα έδειξε ο ίδιος σε διαδοχική "κινηματογραφική" σειρά, όταν ο νικηφόρος κύκλος είχε ολοκληρωθεί και, μετά την καινούργια ρωμαλέα και ποικίλη περιπέτεια, είχε καταλήξει στην κάθετη μορφή με το μαύρο κεφαλάκι-κηλίδα. Οι έντονες προβολές με τις ρίζες, τα δυναμικά κάθετα σήματα-όντα, που παρασύραν ή άπλωναν δαντελένια πλέγματα με παλιρροϊκούς υπαινιγμούς και τέλος η επισημότητα, η αξιοπρέπεια, ο σαφής συμβολισμός των τελευταίων κάθετων γραμμών, το οξύ περίεργο φως που πήγαζε από το απροσδιόριστο άσπρο περιβάλλον, έλεγαν ότι η δικαίωση είχε κατακτηθεί και ο άνθρωπος είχε συναντήσει το πεπρωμένο του.

Ο Πάνος Σαραφιανός πέθανε στις 7 του Νοέμβρη 1968

Η σχέση του Σαραφιανού με τα διεθνή κινήματα της δεκαετίας του '60, αναδείχνουν την παγκοσμιότητα των αναζητήσεών του. Η τεχνοκριτικός Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν, στη ραδιοφωνική εκπομπή της ΕΡΤ "Είκοσι χρόνια από θάνατο του Πάνου Σαραφιανού", αφού χαρακτήρισε τη δεκαετία του 60 "σημαντική και πολλαπλά σημαίνουσα" και τον Σαραφιανό "πολλαπλά σημαίνον καλλιτεχνικό πρόσωπο", πρόσθεσε ότι η δεκαετία αυτή αντιπροσώπευε ένα ουσιαστικό μεταίχμιο, γιατί σε αυτήν και σε διεθνή πλαίσια επικράτησε η τάση του αφηρημένου εξπρεσσιονισμού, αποτέλεσμα της πλήρους ελευθερίας που υιοθέτησαν οι καλλιτέχνες, για να δώσουν διέξοδο στα πολύ δυναμικά βιώματα, που γνώρισαν μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο και επειδή τότε συνειδητοποιήθηκαν αναγκαιότητες, που έστρεψαν τους καλλιτέχνες σε συλλογικές δημιουργίες. Πρόσθεσε επίσης ότι ο Σαραφιανός δεν είχε ακολουθήσει αυτό το κίνημα, αλλά ότι είχε οδηγηθεί και συμπορευτεί από παράλληλα βιώματα και προσωπικές καλλιτεχνικές παρορμήσεις, όπως διαπιστωνόταν από τον έντονα προσωπικό χαρακτήρα και των δύο φαινομενικά αντίθετων εκφράσεων του 1960-1963 και του 1968, που διαμόρφωναν "ένα δραματικό και δημιουργικά αυθεντικό εξπρεσσιονισμό. Άλλωστε ο Σαραφιανός, με την αμέριστη προσφορά στους μαθητές του, κατέληξε σε πραγματικές προτάσεις συλλογικής δημιουργίας, λίγο πριν από το τέλος του. Είχε συλλάβει το πνεύμα της εποχής του από πριν".

Η ραγδαία αρρώστια και ο θάνατος του Πάνου Σαραφιανού αναδείξανε την ασυνήθιστη αφοσίωση που του είχανε οι νέοι. Καθημερινά ουρές για ζωντανή αιμοδοσία. Την ημέρα του θανάτου του οι σπουδαστές της ΑΣΚΤ δεν έκαναν μάθημα και κλείσανε τα εργαστήρια. Στην κηδεία του ένα απέραντο πλήθος πενθούσε.

Ο Γιώργος Βακιρτζής λέει: "Εκεί τον ζήλεψα, πώς τα κατάφερε να χει τόσο πολλούς λάτρες, όχι φίλους, λάτρες. Καμιά κηδεία στην Ελλάδα δεν έγινε-πέραν των πολιτικών προσωπικοτήτων- που να έρθει τόσος λαός. Θάθελα να χα την τύχη του. Τίποτ' άλλο"