Η μεγάλη κυρία του Κολλεγίου. Το μυρμήγκι Μάϊος 1993

Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο σε έναν άν­θρωπο που φεύγει από το Σχολείο μας, σε έναν άνθρωπο που μέσα από τη διδασκαλία και τη ζωή του σφράγισε το Κολλέγιο, την κα Μαρία Χατζηνικολή - καθηγήτρια καλλιτεχνικών.

Δεν πρόκειται για ένα ρεπορτάζ δακρύ­βρεχτο, ούτε όμως και διθυραμβικό. Είναι απλά μια δικαίωση σε εκείνη, στα 30 χρόνια πορείας της σ' αυτό το Σχολείο , στους ανθρώπους -παι­διά και συναδέλφους -που τη γνώρισαν, την αγάπησαν, αλλά και σ' εκείνους που δεν είχαν την ευκαιρία, δικαίωση στα πράγματα που βά­φουν με μπογιά ανεξίτη­λη τις μνήμες μας. Σκο­πός μας είναι να ανακα­λύψουμε παρέα αυτόν τον άνθρωπο, να του ρί­ξουμε μια «παιδική μα­τιά». Και τούτο το τε­λευταίο, όπως το πάρει κανείς.

Το σπίτι, ένα διαμέρι­σμα στο κέντρο της Αθήνας. Με χαμόγελο εξομολογείται 50 χρό­νια ζωής σ' αυτό. Στους τοίχους, σε κάθε γωνιά τους, πίνακες, πίνακες ζωγραφικής. Υπογραφή, Σαραφιανός, πάντα. Και κάτω και πίσω από τα έπιπλα, πίνακες, πίνακες. Η Μαρία, ο πατέ­ρας, οι περισσότεροι αφηρημένοι. Τους έβλε­πες και σε μάγευαν, σου έλεγαν «έλα» σ' αγκά­λιαζαν και σε έπαιρναν μαζί τους, κι ακόμα πιο πέρα σε πήγαιναν, είχαν δροσιά, υγρότητα, αέ­ρα, φως, αλήθεια, βά­θος, πλατωσιά μέσα τους, ήταν ζωντανά πράγματα. Κάποια κομ­μάτια κεραμεικής αλλού και βιβλία, αμέτρητα. Τα πάντα ανέπνεαν, ζού­σαν με τις αναμνήσεις, τα βιώματα. Ένιωθες την ανάσα, τον παλμό, μια ζεστασιά η ατμόσφαιρα, ιερή σχεδόν.

Η φράση επιβεβαίωση: «ο άντρας μου είναι μεγάλος καλ­λιτέχνης.... Άκουσες τι είπα; Είπα είναι».

«Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1928. Δεν έχω πολλές αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια. Ήταν ευτυχισμένα, με μεγάλη οικογένεια πολύ αγαπημένη. Κι όλοι αυ­τοί φέρναν κι έναν κό­σμο μαζί τους. Αυτό το σπίτι είχε τρομερό κό­σμο πάντοτε. Και τώρα, παρ' όλο που είμαι θεομόναχη, όλο και θα δεις να ξεφυτρώνει από κά­που κάποιος. Έχω δώσει κλειδιά σε παιδιά της σχολής Καλών Τεχνών. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν ένα ανέμελο πράγ­μα. Τα πραγματικά προβλήματα, τα πραγματικά ενδια­φέροντα αρχίζουν από τον πόλεμο. Απο 'κει κι ύστερα θυμά­μαι και ξέρω τον εαυ­τό μου. Αγωνίστηκα με πάθος στην Κατοχή κι ας ήμουν 15 χρονών παιδί. Το θεωρώ τιμητικό. Πιστεύω στην έννοια της πατρίδας, στην έννοια του αγώνα. Συνεχί­ζω να έχω την ίδια αντί­ληψη για τη ζωή. Μεγά­λωσα σε ένα σπίτι δα­σκάλων. Ο πατέρας μου, ο παππούς μου, ο άντρας μου, οι πάντες ήταν δάσκαλοι, διαφό­ρων ειδών, αλλά δάσκα­λοι. Και εγώ η ίδια. Δεν μπορούσα, μεγαλώνο­ντας σ' αυτό το χώρο, να ικανοποιηθώ, κάνοντας αποκλειστικά και μόνο τη δική μου δουλειά  Από πολύ μικρή είχα προδιαγράψει το μέλ­λον μου. Θυμάμαι, ξυ­πνούσα τις νύχτες και ζωγράφιζα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ξεκούραση από τη δημιουργία. Έρχονται γονείς και μου παραπονιούνται για το ξενύχτι των παιδιών τους. Το βλέπουν ιατρι­κά το θέμα. Μεταχειρί­ζεσαι όλα τα μέσα σου ταυτόχρονα για ένα συ­γκεκριμένο σκοπό, το μυαλό σου, την καρδιά σου, τα χέρια σου, τις αι­σθήσεις σου. Αυτό που στερείσαι στην υπόλοι­πη ζωή σου, γιατί σε οποιαδήποτε άλλη δου­λειά μεταχειρίζεσαι ένα από αυτά, άντε δύο. Αυ­τή είναι η υπόθεση της Τέχνης. Και αλλοτρίωση αυτό σημαίνει, το να εί­σαι μηχανή, ένα και μό­νο γρανάζι».

- Μιλήστε μας για τον άντρα σας, τον κ. Σαραφιανό.

«Δεν μ' αρέσει να μι­λάω... Δεν είναι κάτι που το συνηθίζω... Είναι ομο­λογημένα απ' όλους, ο μεγαλύτερος δάσκαλος που υπήρχε, πολύ γνω­στός στο χώρο του. Δεν υπήρχε άλλος τόσο δάσκαλος, τόσο πολύ δάσκαλος, να αισθάνε­σαι τόσο πολύ την πα­ρουσία του, να έχει τέτοια ευρύτητα πνεύμα­τος, μπορούσε να πιάσει στον αέρα όλες τις πνευματικές και αισθη­τικές διακυμάνσεις των μαθητών του. Και επί­σης έδινε τρομερό κουράγιο σε όλους. Τα παι­διά ακόμα κι όταν βγαί­νανε από τη σχολή (Κα­λών Τεχνών) πήγαιναν να τον συμβουλευτούν. Ένας άνθρωπος που είναι έτσι σκέψου τι ζωή μπορεί να κάνει με έναν άλλο άνθρω­πο που είναι όχι ακρι­βώς έτσι, αλλά περί­που στο ίδιο κανάλι μ' αυτόν. Αυτή ήταν η ζωή μας.»

Τα χέρια της εύπλα­στα, ικανά, δημιουργικά, ισορροπημένα, χέρια ζωντανά, πάσχιζαν να χωρέσουν κάτι κλειδιά σε μια σχισμή. Λες και μπορείς να χωρέσεις μια ολόκληρη ζωή στις κου­βέντες μιας συνέντευ­ξης·

Και συνεχίζει: «Ήταν ένας σύντροφος. Είχα­με κοινά προβλήματα, κοινά ενδιαφέροντα. Δε δουλεύαμε στον ίδιο χώρο. Συνεχίζαμε στο σπίτι τη ζωή που κάναμε έξω από αυτό. Κάναμε δύο παιδιά, το Γιώργο (ιστορικός) και το Δημή­τρη (δικηγόρος). Ήμα­σταν καλοί οικογενειάρ­χες, τα φροντίζαμε. Η υπόλοιπη ζωή γύριζε γύ­ρω από το θέμα της Τέ­χνης. Το μόνο ελάττωμα του άντρα μου - αν είναι ελάττωμα- είναι ότι πέ­θανε πολύ γρήγορα, αστραπιαία. Ζήσαμε μα­ζί 2 δεκαετίες. Δεν υπήρχε περιουσία. Έπρεπε να εργάζομαι ακατάπαυστα για να σπουδάσουν τα παιδιά μου. Με βοήθησε ο πα­τέρας μου να τα μεγα­λώσω από 'κει κι ύστερα»

«Κάποτε, θα ήμουν 25-26 χρονών, είχα τε­λειώσει τη σχολή Καλών Τεχνών και ήταν λίγο πριν φύγω για το εξωτε­ρικό -σπούδασα 12 χρό­νια-. Πήγαμε με τον άντρα μου στους Δελ­φούς να ζωγραφίσουμε. Κάποια στιγμή, όπως μας είδανε με τα καβα­λέτα και τις κασετίνες, μας ρωτήσανε: «Παίζετε; Τί παίζετε; » Μου είναι αξέχαστο αυτό το πράγμα. Αυτή ήταν η παιδεία τότε. Ό,τι και να ζωγράφιζες ήσουνα λί­γο ο τρελός, ο γελοίος, ο ξέμακρος, σε κοίταζαν μ' εκείνο τον καλοκάγα­θο τρόπο κι ακόμα και με λίγο σεβασμό μαζί - όλα ανάμικτα- όπως κοιτά­ζουν τους τρελούς, που δεν τους κοιτάζαν σαν τρελούς, αλλά σαν θεόπνευστους τρελούς. Ένα τέτοιο πράγμα υπήρχε κι εκεί. Υπήρχαν όλα αυτά τα σχετικά που δεν σου αφήνανε διέξο­δο.

Επικοινωνία με τον κόσμο εκείνη την εποχή δεν μπορού­σες να έχεις Και αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που με έκανε να γίνω δάσκαλος. Το ένα δε γίνεται μόνο του, πρέπει και τα δύο. Όχι για τη δική μου τέχνη, για την Τέχνη. Για να δω τον άνθρωπο να καταλαβαίνει. Και δεν είναι μόνο ότι εγώ έδωσα στα παιδιά, και πήρα από τα παιδιά. Και σου δίνουν φοβερά ερεθίσματα, αυτός ο νε­ανικός παλμός, η άλλη σκέψη, όλα αυτά σε κρατούν ζωντανό, αυτή ήταν και η σκέψη μου όταν ήρθα 33 ετών στο Κολλέγιο. Είχα ήδη αντι­μετωπίσει τη ζωή και δεν μου έφτανε να κάνω μια δουλειά και να ζω σε σα­λόνια, δεχόμενη κόσμο για να μπορώ να λανσά­ρω κάποια δουλειά. Ού­τε καν μου περνούσε από το μυαλό, ούτε καν. Εκείνο που με ενδιέφε­ρε ήταν να δω τριγύρω μου να ανθίζει κάτι».

«30 χρόνια στο Κολ­λέγιο προσπάθησα να έχω τελείως ξεχωριστές δραστηριότητες. Προ­σπάθησα να είναι τελεί­ως διαφορετική η δου­λειά μου η προσωπική απ' ότι η διδασκαλία μου. Και οι λόγοι είναι δύο. Πρώτον, πολλές φορές ένα πράγμα φέρ­νει μαζί του ένα άλλο, δηλαδή αν δείξω την προσωπική μου δουλειά ­στους μαθητές κάπου υποχρεώνω τους γονείς να αγοράσουν .Και αυτό είναι δέσμευση. Όποιος πάρει κάτι από τη δου­λειά μου θέλω να το πά­ρει γι' αυτόν και όχι γιατί είμαι ο δάσκαλος του παιδιού του. Και δεύτε­ρον, δε θέλω να υπάρχει κάποιος επηρεασμός, ο κάθε άνθρωπος έχει να δώσει δικά του πράγμα­τα. Είχα φροντιστήριο κάποια χρόνια, αλλά όχι σε παιδιά δικά μας. Είναι κοινωνικά αποδεκτό να υπάρχουν επιδράσεις, γιατί αν δεν υπήρχαν τό­τε δεν θα αισθανόμα­σταν τη σημασία της κοινωνίας μια ενότητα οι άνθρωποι. Δεν πιστεύω καθόλου σ' αυτό που λέ­νε άτομο ανεξάρτητο το ένα από το άλλο. Ο καλλιτέχνης ποτέ δεν είναι ελεύθερος, είναι μέσα στη ζωή, είναι μέσα στο χώρο

του. Αυτή η ελευθερία έχει επιλογές, αλλά άλ­λο η ελευθερία που έρ­χεται από την εξουσία, π.χ. εγώ είμαι εξουσία για το παιδί. Το παιδί θα προσπαθήσει να σου μοιάσει. Αυτό είναι το σημείο που θέλω να εμποδίσω, τη φτιαχτή προσπάθεια αντιγρα­φής. Δε δεχόμουνα αντιγραφές ούτε από άλλους ούτε από άλλα πρότυπα. Δεν υπάρχει πρότυπο, θα φτιάξεις πρότυπο. Πολλά είναι τα πρότυπα, απ' όλα πρέπει να πάρεις και από τον εαυτό σου να δώσεις. Δεν έχω την αίσθηση του περιβάλλοντος, έχω την αίσθηση ενός πράγ­ματος που φτιάχνεται».

-Τι είναι τέχνη - ποιός ο σκοπός της;

«Αμα θα μου πεις τι είναι άνθρω­πος θα σου πω τι είναι τέχνη».

Αυτό μπορεί να έχει διάφορες ερμηνείες. Μπορεί ο ίδιος ο άνθρω­πος να είναι τέχνη. Μπο­ρεί όμως να είναι δύσκο­λο να αποδοθεί ένας ορισμός για την τέχνη, γιατί από τη στιγμή που δεν εξηγείται ο άνθρω­πος που είναι και ο δημι­ουργός, δεν μπορούν να εξηγηθούν και τα δημι­ουργήματα του (τέχνη).

«Να σου δώσω έναν ορισμό απλό, δικό μου. Δε μ' αρέσει να λέω πράγματα που θα τα βρεις γραμμένα στα βι­βλία. Τέχνη είναι η έξο­δος του ανθρώπου από τον εαυτό του, η σχέση του με τα πράγματα και η δημιουργία που έχει μέσα από αυτά ενός νέ­ου πράγματος, μη υπαρκτού μέχρι τότε».

- Είναι θεμιτή η απλούστευση, η απλοϊκότητα για την κατανόη­ση από τη μάζα;

«Όχι ηθελημένες πα­ραχωρήσεις. Αυτό το βλέπω λίγο στις αγιο­γραφίες. Εκεί υπάρχει ένα τυπικό που σε δε­σμεύει. Βγαίνει τελικά μια δουλειά που δεν την προσέχει κανείς σχε­δόν. Ο κόσμος πρέπει να καλλιεργηθεί ανάλο­γα. Σκοπός είναι να σε βάλω να προβληματιστείς, να δουλέψεις, να περάσεις από τα ίδια κανάλια, θα κάνεις κάτι και θα προωθηθείς απ' αυτό. Παλιότερα μια γυ­ναίκα θα καθότανε να πλέξει, να κεντήσει, ακόμα και να ζωγραφίσει το σπίτι της, ο παππούς να σκαλίσει μια καρέκλα, τώρα ποι­ος θα σκαλίσει μια καρέ­κλα; Ποιος θα προβλη­ματιστεί με το υλικό, μα­ζί παρέα με το υλικό; Εκεί είναι το ξεκίνημα της Τέχνης. Η σχέση σου με το ίδιο το φαινό­μενο της ζωής, με τα γύ­ρω σου πράγματα. Είναι το να πιάσεις αυτό, να ξεχάσεις ότι είναι τρα­πέζι, να το δεις σαν ξύλο και ν' αρχίσεις να ονειρεύεσαι μαζί του, να σκεφτείς τι μπορούσες να είχες κάνει μ' αυτό. Η σύμπραξή σου με τα πράγματα. Η τέχνη δε μπορεί αν σ' αφήσει στο ίδιο σημείο, πρέπει να ψάξεις παρακάτω».

«Αμφιβάλλω αν ο καλλιτέχνης έχει την αί­σθηση του δωματίου. Δεν έχει τοίχους. Αν δε δέχεται επιδράσεις θα περνάει μόνος του μέσα από τους τοίχους, δεν φυραίνει, δεν πεθαίνει για τον πολύ απλό λόγο ­ότι έχει ήδη ζήσει. Από την ώρα που έχεις ζήσει, μέσα σου υπάρχει ένας τεράστιος κόσμος. Ακό­μα κι ο άρρωστος άν­θρωπος εξελίσσεται πνευματικά και ψυχικά, Από την ώρα που θα γί­νει στάση θα τα τινάξει και τελείωσε.

Ο Γουναρόπουλος έκανε, ούτε ξέρω για πό­σα χρόνια, την ίδια δου­λειά. Εξακολουθούσε αυτή η δουλειά να έχει την ίδια δροσιά μέχρι το τέλος της ζωής του. Πί­στευε τόσο σ' αυτό που έκανε, ζούσε τόσο πολύ μέσα σ' αυτόν τον κό­σμο που δεν υπάρχει λό­γος να το δω σαν στάση. Έβλεπες ένα έργο του Γουναρόπουλου μπρο­στά σου εδώ, το κοίτα­ζες, σε αρμένιζε, σε πή­γαινε και σε έφερνε.

Μετά από πολύ καιρό πήγαινες κάπου αλλού, έβλεπες άλλο έργο του Γουναρόπουλου, ξανα­κοίταζες σαν χαζός, σαν αποχαζεμένος. Πας και ξαναπάς σ' ένα Μου­σείο, βλέπεις εκατό φο­ρές ένα έργο, ακόμα κι εκεί, κάτι σου δίνει. Βά­ζουμε πολλά στεγα­νά εμείς οι άνθρωποι κι ένα από αυτά είναι τούτο: το ότι θεωρούμε ότι κάτι πεθαίνει, αν δε φύγει από τη θέση του, αν δεν προχω­ρήσει. Όχι, Κάτι κλείνει και κάτι πεθαίνει αν εσύ ο ίδιος έχεις πάψει να αγαπάς αυ­τό που φτιάχνεις. Και τότε δεν θα μπορείς να δώσεις τίποτα στον άλ­λο. Πάρα πολλές φορές έχω δει τέτοιες μαγειρι­κές ακόμα και μέσα στα Μουσεία - γιατί βέβαια τα Μουσεία, πέρα από το ότι περιέχουν Τέχνη, περιέχουν Ιστορία- και η Ιστορία έχει μέσα της πάρα πολλές φάσεις. Και πράγματι προχωράς μέσα σε Μουσεία (του εξωτερικού μιλάω) και βλέπεις έργα που είναι σαφώς κατώτερα. Δεν έχουν προσθέσει τίποτα πέραν ενός προηγουμέ­νου. Και όχι μόνο δεν έχουν προσθέσει, βλέ­πεις ότι έχουν γίνει με μια κούραση, με μια μα­γειρική. Δε σου προσφέρουν κάτι»

Τώρα βλέπω πως εί­μαι πολύ λίγη για να συ­νεχίσω, αυτό που έλεγα, έργο μου. Αυτή τη στιγ­μή το 60% των παιδιών δεν καταλαβαίνουν δεν αισθάνονται τίποτα. Δεν είναι ικανά να αντιληφθούν στοιχειώδεις έν­νοιες. Δεν ξέρω πόσα Μαθηματικά μπορούν να καταλάβουν και πώς να τα καταλάβουν, αλλά έννοιες ζωής δεν έχουν. Γι’ αυτά ο αέρας είναι κομμένος, όπως θα μπορούσε να είναι κομμένη μια πολυκατοικία. Το νε­ρό έχει πάψει να είναι νερό, δεν έχει δυνατό­τητα κίνησης. Ένας άν­θρωπος είναι λίγος γι' αυτό, όταν βλέπει τα παιδιά μισή ώρα και 10 λεπτά. Όλη την άλλη ώρα αναπτύσσονται έτσι. Είναι πολύ σκληρό. Είναι πιθανό να αλλάξει η ζωή η ίδια και εγώ να μη μπορώ να την αντιλη­φθώ πια. Αλλά πιστεύω πως δεν είναι αυτό. Πιστεύω πως κουρδίζουμε ­­έτσι τους ανθρώπους να χάνουν τα κυριότερα της ζωής, χάνουν την ευαισθησία τους, χάνουν τη δυνατότητα να δημι­ουργήσουν, χάνουν την πραγματική αντίληψη των πραγμάτων. Αυτό νιώθω. Δε φταίνε τα παι­διά. Αν ήταν να μείνω με τα παλιά παιδιά και χω­ρίς άλλον πάνω από το κεφάλι μου, θα έμενα στο σχολείο. Με τον τρόπο που έμεινα μέχρι τώρα, όχι. Και για να λέ­με την αλήθεια, δεν αντέχω κι άλλο. Δεν αντέχω πια...

Αν ήταν να βάψω τη ζωή μου στο Κολλέγιο με χρώματα, αυτά θα ήταν εναλλασσόμενα βί­αια χρώματα, γιατί ποτέ δε σταμάτησε να έχω ένταση εκεί μέσα. Μόνο αυτό μπορώ να πω.

- Ποιο είναι το έργο σας εκτός Κολλεγίου;

«Ζωγραφίζω και κάνω γλυπτική, αλλά κυρίως ασχολούμαι με την κεραμεική. Είναι εκείνο που με καλύπτει. Η κεραμεική είναι και λίγο επιστήμη. Το κατόρθω­μα είναι κάτι που με εν­διαφέρει πολύ και αυτός ο χώρος σου δίνει αυτή τη δυνατότητα. Κάνω ζωγραφική, δεν κάνω πί­νακες. Είναι σαν προ­σχέδιο για μένα. Θα μπορούσα να κάνω πίνα­κες, δεν με ενδιαφέρει. Το ίδιο και στον πηλό. Κά­ποια στιγμή θα το δω με­ταφρασμένο σε κεραμεική και μόλις το πιάσω στην κεραμεική αρχίζει το πραγματικό ενδιαφέ­ρον, το πραγματικό ερέ­θισμα, που για την προ­σωπική μου δουλειά εί­ναι τοποθετημένο μετα­ξύ νου και ψυχής».

- Ποια είναι τα πράγ­ματα που σας αρέσουν στην Τέχνη και στη ζωή;  

«Μου αρέσουν τα πά­ντα. Τα κυκλαδίτικα, η αρχή της κλασσικής πε­ριόδου, 7ος αι. π.χ., με συγκινεί η Αίγυπτος, η αρχή της Αναγέννησης, τα γιαπωνέζικα, οι αφρι­κάνικες μάσκες, η τέχνη των Σουμερίων, των Ετρούσκων.

Από το '80 κι ύστερα κάπου τα πράγματα δε με καλύπτουν απόλυτα. Αν θέλω να τα δω μεμο­νωμένα τα πράγματα, ένας από τους ζωγρά­φους που μ' αρέσει εξαι­ρετικά είναι ο Μαγκριτ, αυτός μου καλύπτει πολλά πράγματα μέσα μου. Πράγματα συμβο­λικά και πράγματα αντι­κειμενικά. Δηλαδή το όνειρο και την πραγμα­τικότητα μαζί και το μύ­θο ακόμα - αυτόν που έχει αυτόν όμως- είναι ένας μύθος που ταιριά­ζει πολύ περισσότερο μ' ένα κόμικς (από εικόνα σε εικόνα). Γλεντάω τον Σαγκάλ. σηκώνω τα χέρια ψηλά στον Πικάσο, μ' αρέσει πολύ ο Μοντιλιάνι, ο Καντίνσκυ. Ο Ρέμπραν, ο Θεοτοκόπου­λος δε συζητιέται, από γλύπτες, ο Κάλντερ, ένας Αμερικάνος καλλι­τέχνης του οποίου τα έργα είναι σκοινάκια και πραγματάκια που κρέ­μονται σαν κινητοί πο­λυέλαιοι. Χαζεύω μ'αυτόν. Και πολλοί άλλοι, ο Μουρ, ο Μαρίνι, ένα σω­ρό.

Οσο για τη ζωή, δεν υπάρχει άλλη ζωή για μένα. Εκτός από τα παι­διά μου εκείνο που μ' αρέσει πάρα πολύ είναι τα ταξίδια. Και όχι σε τί­ποτα μακρινά, ατέλειω­τα μέρη. Στις δικές μας παραλίες μ' αρέσει να γυρίζω και να ψάχνω, να ψάχνω τι κάνει η φύση. Και οτιδήποτε βρω, ξε­θάψω, έχει μεγάλη αξία για μένα. Λατρεύω τον τόπο μου. Μ'αρέσει όσο τίποτε άλλο. Οι βράχοι μας, η θάλασσά μας. Εί­μαι προσκολλημένη στην Ελλάδα. Ξαφνικά είμαστε Ευρωπαίοι. Εί­μαι Ελληνίδα και θα μεί­νω μέχρι τέλους. Δε μπορεί να είμαι Ευρω­παία όταν αμφισβητού­νται πράγματα στον τό­πο μου, η Ελληνικότητα της Μακεδονίας.

Ακόμα , μ' αρέσει πο­λύ το διάβασμα. Οι ντου­λάπες του σπιτιού έχουν μεταβληθεί σε βι­βλιοθήκες. Εχω ενδια­φέρον για τις φωτογρα­φίες, μανία. Το σινεμά, το θέατρο, η μουσική μ' αρέσουν. ‘Οποτε βρί­σκομαι μόνη μου υπάρχει και μουσική. Αναγαλλιάζω όταν βλέπω το φως της ημέρας, αλλά και κάθε βράδυ όταν βλέπω το φως του αν­θρώπου- το νυχτερινό φως. Κοιμάμαι με φως, επειδή δε δέχομαι το σκοτάδι- όχι ότι δεν μπορώ να είμαι στα σκο­τεινά- και επειδή διαβά­ζω. Εχω ελάχιστο ύπνο, δεν έχω αϋπνίες. Στο κρεββάτι μου υπάρ­χουν βιβλία ανοιχτά, ξυ­πνάω και διαβάζω και με ξαναπαίρνει ο ύπνος.

Δε μπορώ να σκεφτώ τη ζωή χωρίς φως, χωρίς μάτια. Δε με ενδιαφέρει να κουφαθώ, να μη μπο­ρώ να μιλήσω. Δε μπορώ να μη βλέπω»

«Στη λέξη «παιδιά» δεν μπορώ να απαντή­σω, είναι γεμάτος ο κό­σμος. Η λέξη έπιασε όλο μου το κεφάλι...»

Υπάρχουν πράγματα που δεν εκφράζονται ούτε με τις λέξεις, ούτε με τα χρώματα, ούτε με τις αγκαλιές. Κι ένα «ευ­χαριστώ» όσο απλό κι αν ακούγεται- από όλους εμάς που είχαμε τη δυ­νατότητα να δώσουμε και να πάρουμε σε τού­τη τη συνεργασία- μπο­ρεί να καλύπτει πολλά αν έχει μέσα του τόση ουσία, τόση αγάπη και τόση α..λήθεια.