ΜΑΙΡΗ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ. 35 Χρόνια Καλλιτεχνικής Δημιουργίας. Κεραμικά Χρονικά τ.64 Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1993
Συγγραφείς:
Χαράλαμπος Δαραδήμος

Γράφοντας για το έργο της Μαίρης Χατζηνικολή και παρά την πρόθεση μιας γενικής θεώρησης δεν γίνεται παρά να επιστρέφουν οι μνήμες γεμάτες από γεγονότα και εμπειρίες, στιγμές αγωνίας και ώρες προβληματισμού που μοιράστηκα μαζί της για τη δουλειά για την τέχνη, για τον άνθρωπο. Έτσι σκόρπια, απροσδόκητα μα και σαρωτικά επιστρέφουν 25 χρόνια μιας φιλίας και συνεργασίας, που αντέχει στο χρόνο γιατί γεννήθηκε και αναπτύχθηκε πάνω στις ίδιες αρχές και αξίες. Ο σεβασμός στη φύση και στον άνθρωπο, η κοινωνική λειτουργία της τέχνης και του καλλιτέχνη, η αποκατάσταση και η ανάπτυξη αυτής της λειτουργίας, ο ρόλος και οι προσανατολισμοί της ίδιας της τέχνης. Αρχές και αξίες που δεν παρέμειναν ιδεατός λόγος αλλά μορφοποιούνται, γονιμοποιούνται και δοκιμάζονται καθημερινά στην πράξη.

Είχα την τύχη, από το 1969 μέχρι σήμερα, να γνωρίζω το έργο της από κοντά, την ώρα της δημιουργίας του, δουλεύοντας μαζί της για κάποια χρόνια κι αργότερα. Μια γνώση εσωτερική, της απόπειρας, του πειραματισμού, του προβληματισμού, του ευτυχούς αποτελέσματος.

Γράφοντας με την ασφάλεια αυτής της γνώ­σης, προτίμησα να σταθώ ιδιαίτερα σε μια περιβάλλουσα στοιχείων που διαμορφώνεται και διαμορφώνει στάσεις ζωής και καλλιτεχνικής έκφρασης. Περιβάλλουσα που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τη δημιουργία του έργου της και που το έργο, τελικά, ως ξεχωριστό αντικείμε­νο, μπορεί να προκαλέσει την ανάδυσή της στον άνθρωπο που θα επικοινωνήσει μαζί του.

Η Μαίρη Χατζηνικολή ξεκίνησε σαν ζωγρά­φος. Η σχέση της με την κεραμεική συστηματο­ποιείται και αναπτύσσεται από τα χρόνια των σχετικών σπουδών της στην Ιταλία. Αποδείχθηκε μια σχέση καθοριστικής σημασίας για την ίδια και το έργο της αφού, σταδιακά, εγκαταλείπει τη ζωγραφική στο τελάρο και επικεντρώνει τη δημιουργική της δραστηριότητα, για 25 περίπου χρόνια, αποκλειστικά στο χώρο της κεραμεικής.

Το πέρασμα από τη ζωγραφική του τελάρου στην κεραμεική δεν ήταν συμπτωματικό γεγονός. Δεν οφείλεται απλά σε μια διάθεση αλλαγής, μια δοκιμή σε κάτι διαφορετικό και ό,τι προκύψει. Ήδη, στα τελευταία έργα ζωγραφικής της εκείνης της περιόδου (1965) υπάρχει έντονα το στοιχείο της κατασκευαστικής αντίληψης που αργά ή γρήγορα θ' αναζητούσε διέξοδο στον τρισδιά­στατο χώρο.

Το ποικιλόμορφο πεδίο με τις πολλαπλές δυνατότητες της κεραμεικής τέχνης, λειτούργησε ως ο χώρος για τη δυναμική έκφραση αυτού του κατασκευαστικού στοιχείου και όχι μόνο. Χωρίς ν' αγνοούμε τη γοητεία που ασκεί ο μετασχημα­τισμός της ύλης δια μέσου της φωτιάς, ο έλεγχος, η οδήγηση αλλά και το απρόσμενο αυτού του μετασχηματισμού, η Μαίρη Χατζηνικολή βρίσκει στην κεραμεική τον «τόπο» συνλειτουργίας ζωγραφικών, γλυπτικών και κατασκευαστικών αντιμετωπίσεων, αλλά και τη δυνατότητα ανάπτυ­ξης δρόμων για την κοινωνική λειτουργία του καλλιτεχνικού της έργου. Ζωγραφικές αναπτύξεις σε κεραμεικό πλακάκι που θα ενταχθούν σε κτίρια, έργα γλυπτικού και κατασκευαστικού χαρακτήρα καθώς και παραγωγή πολλαπλών γλυπτών και αντικειμένων με κάποια χρηστικό­τητα, θα αποτελέσουν, έτσι επιγραμματικά αναφερμένα, τις περιοχές που θα ξετυλίξει μορφοποιητικά, αισθήσεις και συναισθήματα, προβληματισμούς και απόψεις, βιώματα, σε τελευταία ανάλυση, φιλοσοφία, ιδεολογία και στάσεις ζωής.

Ο συνδυασμός φερόντων και φερομένων σχεδιασμών, βασικό γνώρισμα της κεραμεικής στα τρισδιάστατα έργα, αποτελεί το συνθετότερο πεδίο στο οποίο θα κινηθεί και θα δώσει πραγματικά καινοτόμες λύσεις. Η επιφάνεια των γλυπτικών έργων, τα δομικά στοιχεία μιας κατασκευής, η επιφάνεια των καλλιτεχνικών αντικειμένων, φορείς κύρια φερομένων σχεδιασμών, αξιοποιούνται ως συνλειτουργούντα στοιχεία-μέρη του όλου τρισδιάστατου έργου και όχι απλά ως έδαφος που θα φέρει κάποιο διάκοσμο. Και από αυτή την άποψη, που προσδιορίζει λειτουργία συνθετότερη και δυναμική (γιατί ποτέ δεν έπαψε να σχεδιάζει και να κρατά χρωματικές σημειώσεις στο χαρτί), η σταδιακή εγκατάλειψη της ζωγραφικής στο τελάρο κάθε άλλο παρά σήμαινε και εγκατάλειψη, γενικά, της ζωγραφικής.

Σημαντικό ρόλο στις νέες της κατευθύνσεις κατέχει το υλικό. Αυτή την πρώτη ύλη που προέρχεται από τη γη και ξαναπερνάει, μέσ' απ' τα χέρια του ανθρώπου, τη δοκιμασία της φωτιάς, την δέχεται σαν ένα μέρος της φύσης που θα μεταπλασθεί. Αυτή η γνώση και αποδοχή ερμηνεύουν, ως ένα βαθμό, και την αγάπη της για τα ορυκτά και τα πετρώματα που, από κάποια φάση και μετά, θα χρησιμοποιηθούν συνθετικά στην παρουσίαση ορισμένων έργων της, ενώ τα ίδια τα έργα θα πάρουν κάτι από τα γνωρίσματα και το γίγνεσθαι της προέλευσής τους. Αυτά που προήλθαν από μια «πλανητική κεραμεική διαδικασία» θα συντεθούν και θα τροφοδοτήσουν μια νέα υλοποίηση, τώρα όμως σε καλλιτεχνικό έργο που εκφράζει την αγωνιστική στάση ζωής των ανθρώπων (κύκλος «Παλαιστήνιοι»).

Η φύση και ο άνθρωπος υπάρχουν ως μια ολότητα και δεν εξαντλούνται στις εξωτερικές μορφές. Η διερεύνηση του «είναι» και του «γίγνεσθαι» της προέλευσης, την οδηγεί στη διαμόρφωση δημιουργικών σχέσεων με τα υλικά και τις τεχνικές διαδικασίες. Χρησιμοποιεί τα υλικά ως στοιχεία δυναμικά, ανάγοντας τις ιδιότητες και συμπεριφορές τους σε τελεστές, μερικές φορές σε οριακό βαθμό, της καλλιτεχνικής διαδικασίας. Αξιοποιεί αυτά που προσφέρονται έτοιμα, παράλληλα όμως δημιουργεί τις δικές της υλικές ενώσεις με ιδιότητες που θα υπηρετήσουν τις βαθύτερες εκφραστικές καλλιτεχνικές ανάγκες. Έτσι και σαν ερευνήτρια-εφευρέτρια, θα πραγματοποιήσει τομές που θα φέρουν στο φως νέα υλικά και τεχνικές, νέες αισθήσεις στην κεραμεική.

Η, πραγματικά, σε γενετικό πεδίο, χρήση των υλικών στη σύνθεση φερόντων και φερομένων σχεδιασμών φτάνει ώστε αυτή η αίσθηση της επιφάνειας, που σκεπάζεται από κάποιο χρώμα στον όποιο σχεδιασμό να υποχωρεί, αφού υλικός φορέας και επικάλυψη γίνονται ένα. 0 φερόμενος σχεδιασμός είναι σαν να προέρχεται από τον φέροντα, συχνά είναι ο ίδιος ο φέρων που έχει θέση φερόμενου.

Η πρώτη φάση της δουλειάς της στο χώρο της κεραμεικής περιλαμβάνει μεγάλα πανώ με υαλώματα και άλλες μάζες και γλυπτά αφαιρετικού χαρακτήρα με φερόμενους σχεδιασμούς που είτε κατευθύνονται στην διαμόρφωση μιας ενιαίας υφής, είτε αποτελούν σχηματισμούς που δεν ακολουθούν πιστά την κατασκευασμένη φόρμα. Η ενιαία επιφάνεια του γλυπτού διαιρείται σε επιμέρους σχήματα αποδίδοντας «συνηχήσεις» όγκου και επιπέδου. Ήδη, από αυτή τη φάση, διακρίνονται δύο τάσεις. Η μια που συγχωνεύει τον υλικό φορέα με τα φερόμενα χοντρά υαλώματα ή τους χρωματιστούς μπαντανάδες εξαφανίζοντας έτσι την αίσθηση μιας μάζας που έχει επικαλυφθεί και η άλλη που αναδεικνύει τον φερόμενο σχεδιασμό ως συνθετικά αντίθετο με τον φέροντα.

Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω ως δεύτερη φάση-σταθμό την στροφή της προς το αντικείμενο χρήσης. Είναι η εποχή που εντείνει τις έρευνες στο πεδίο των υλικών προς τις υαλοποιημένες μάζες. Δημιουργεί υλικό που υαλοποιείται σε χαμηλή θερμοκρασία, επιτρέποντας έτσι χρωματισμούς με ορισμένα οξείδια που σε υψηλότερες θερμοκρασίες τήκονται. Απορροφά και αντανακλά απαλά το φως και όταν αυτό ενταθεί αποκαλύπτει μια θαμπή διαφάνεια. Όταν δονείται, σε ορισμένες φόρμες, παράγει έναν 6αθύ και διαρκή ήχο που σταλάζει με μια αίσθηση απόμακρου. Ηχογόνα πηγή που την μεταχειρίστηκα σε μουσικές μου συνθέσεις εκείνου του καιρού και αργότερα.

Είναι ένα υλικό που η Μαίρη Χατζηνικολή έζησε, βασανίστηκε, ονειρεύτηκε και ευτύχησε μαζί του για πολλά χρόνια. Σ' αυτό θα αναπτύξει την παραγωγή αντικειμένων, ανοίγοντας νέους δρόμους σε αντιλήψεις και πρακτικές που επικρατούσαν στο χώρο αυτό εκείνη την εποχή.

Πρόκειται για έργα καλλιτεχνικά που μπορούν να λειτουργήσουν και σαν χρηστικά αντικείμενα, Η μορφή, όμως, που υποβάλλει ή και επιβάλλει η χρηστικότητα έρχεται σε δεύτερη μοίρα ή και αγνοείται μπροστά στην ανάγκη της καλλιτεχνικής έκφρασης, στην δημιουργία καλλιτεχνικού έργου.

Η ύπαρξη και εξωκαλλιτεχνικής χρηστικής δυνατότητας, χωρίς μάλιστα να είναι επακριβώς προσδιορισμένη, άνοιξε μια δίοδο κυκλοφορίας και επικοινωνίας του έργου προς τον κόσμο. Είναι μια αντίστροφη πορεία από αυτήν που η μορφή του αντικειμένου στηρίζεται πρωταρχικά στη συγκεκριμένη χρήση.

Η σειρά αυτών των καλλιτεχνικών της αντικειμένων χαρακτηρίζεται, στο πεδίο της φόρμας, από μια ασύμμετρη κυκλικότητα. Η φόρμα αναπτύσσεται κυκλικά προς τα πάνω, με εντάσεις και μειώσεις των διαμέτρων, χωρίς τη συμμετρικότητα του τροχού. Ακόμα υπάρχει μια διάχυτη ελαφρότητα, λες κι ο αέρας συμπηκνώθηκε σε τοίχωμα, σε μεμβράνη που χωρίζει τον μέσα και τον έξω χώρο. Αυτή η δομή προσφέρει τη συνεχή, ατέρμονη επιφάνεια που, στο πεδίο του φερόμενου σχεδιασμού, θα επιτρέψει τη γέννηση ενός ρυθμού από χρωματικές ατμοσφαιρικές ζώνες. Από το χρώμα που απλώνεται κι απορροφιέται με πυκνώσεις και αποπυκνώσεις, αναδύεται μια αίσθηση τοπίου με μακρινούς ορίζοντες. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα απομακρύνεται από κάθε υποψία τυπικού γραμμικού διάκοσμου.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι αυτή η λύση, ως διαδικασία και αποτέλεσμα, απλοποιεί την πολλαπλή παραγωγή του χειροποίητου αντικειμένου και εξασφαλίζει, απαιτώντας δημιουργική ολοκλήρωση για το καθένα, τη μοναδικότητα. Ακόμα περισσότερο, δίνει τη δυνατότητα για ποικιλία ιδιαίτερων εκφράσεων από άλλους, μέσα στον ίδιο ρυθμό και πνεύμα. Είναι μια διάσταση συλλογικότητας, είχα την τύχη αυτής της εμπειρίας, με πολλές προεκτάσεις. Αυτή συνολικά η διαδικασία, του ταυτόχρονα ίδιου και διαφορετικού, διαμορφώνεται σε γενική στάση απέναντι στην παραγωγή και επαναλαμβάνεται με ποικιλίες λύσεων σε μετέπειτα κύκλους έργων της.

Τρίτη φάση-σταθμός: «Μυκήνες». Οι χρωματικές οριζόντιες ζώνες της δεύτερης φάσης-σταθμού, αποκτούν υλικότητα. Δημιουργεί έργα με ορατά τα στοιχεία και τον τρόπο κατασκευής. Το παραδοσιακό «μακαρόνι» γίνεται δομικό στοιχείο κρατώντας τη μορφή του και η χρωματική του διαφοροποίηση, όταν συμβαίνει, του προσδίδει χαρακτήρα φέροντα, με θέση φερόμενου, σχεδιασμού. Λεπτές, οριζόντιες, γραμμικές σκιάσεις προκύπτουν από την κατασκευή, ρυτιδώνουν την επιφάνεια και ενδυναμώνουν την ιδιόρυθμη αίσθηση τοπίου πολλαπλών θεάσεων που «κλείνεται» στα όρια της κατασκευής. Ο προσδιορισμός του πάνω και του κάτω σε αντιστροφή (πόλοι, βόρειος και νότιος), τα μέτωπα από την κατακόρυφη ανάπτυξη των οριζοντίων και η μείωση της τρίτης διάστασης (τομή εγκάτων της γης), η διαμόρφωση εδάφους στο επάνω μέρος και οι υπαινιγμοί ζωντανής παρουσίας (άνθρωποι), προσδίδουν στα έργα, που παρά τον κατασκευαστικό τους χαρακτήρα αποπνέουν μια υπόκωφη ογκηρότητα, πλανητική διάσταση.

«Παλαιστήνιοι» και «Νησιά»: Με τις «Μυκήνες» άγγιξε και άνοιξε τον πλανήτη. Θ' ακολουθήσει έρευνα και έργα μικρών διαστάσεων με έντονο γλυπτικό χαρακτήρα. Το «άνοιγμα του πλανήτη» θα φέρει αισθήσεις από το βάρος και το συμπαγές των πετρωμάτων και των ορυκτών. Χρωματισμοί της γης, θαμπές λάμψεις μετάλλων και κάπου κάπου σπιθισμοί λευκού, έντονου χρώματος και γυαλιού. Κι εκείνη η μικρή ζωντανή παρουσία μεγεθύνεται, κλείνει τον τόπο μέσα της και προβάλλει σαν συμπαγής μάζα ανθρώπων που αντιστέκεται. Είναι το δεύτερο βήμα επιστροφής στην ανθρώπινη μορφή που θα ολοκληρωθεί σε δυο κατευθύνσεις. Η μια, με μεγάλα γλυπτά και υφή της πρώτης φάσης και η άλλη με σχεδόν επίπεδες αναπτύξεις ατμοσφαιρικού χαρακτήρα («Διάφωτα»). Και οι δυο θα τροφοδοτηθούν από στοιχεία του ενδιάμεσου κύκλου των «Νησιών» και του κύκλου μικρών γλυπτών, που προκύπτουν από σχεδόν χειρονομιακού χαρακτήρα αντιμετώπιση της πρώτης ύλης και τις μετέπειτα μορφοποιητικές παρεμβάσεις.

Με τα «Νησιά» είναι σαν να επιστρέφει στον πλανήτη. Η θάλασσα, ο βράχος, το κτίσμα, ο ουρανός, ο ήλιος, όλα να μετουσιωθούν, να γίνουν στοιχεία μιας σύνθεσης στην ύλη και μέσα απ' αυτή να ακτινοβολήσουν την ενότητά τους, να υποβάλλουν συμπυκνωμένα την παρουσία τους. Σε ορισμένα έργα συνυπάρχουν, ο βαρύς, σκοτεινός όγκος των εγκάτων και ψηλά μια φωτεινή επιφάνεια αποπειράται να υλοποιήσει το φως.

Για μια ακόμη φορά, ξανασυναντάμε εδώ, την αντιθετική και συμπληρωματική κίνηση στοιχείων που προσδιορίζουν την διαδρομή της μέχρι σήμερα. Περάσματα από έργα με έντονες και τις τρεις διαστάσεις σε έργα με έντονες τις δυο διαστάσεις, από τη βαρειά ύλη, στην ατμοσφαιρική ή και τους συνδυασμούς τους. Αυτό εκδηλώνεται, είτε στο υλικό πεδίο (φέροντες σχεδιασμοί), είτε στο πεδίο της αίσθησης όπου οι φέροντες και οι φερόμενοι σχεδιασμοί λειτουργούν, τις περισσότερες φορές αντιθετικά. Στον κύκλο των «Νησιών», ενώ υπάρχει έντονη ογκηρότητα, οι φερόμενοι σχεδιασμοί ή οι έχοντες θέση φερόμενου εξουδετερώνουν τον όγκο και στα «Διάφωτα» ο υλικός φορέας εκτείνεται στις δυο διαστάσεις, με λεπτά στοιχεία αναγλύφου ή χαράξεων αλλά η ατμοσφαιρικότητα του χρώματος και το φως που διαπερνά την ύλη αποδίδει μια αίσθηση όγκου-χώρου, πολύ μεγαλύτερη απ' τον πραγματικό.

«Διάφωτα»: Η διαφάνεια του υλικού την απασχολεί από παλιά. Ακόμα και τότε που δεν μετέχει φανερά στο τελικό αποτέλεσμα, που υπάρχει απλά και μόνο σαν δυνατότητα του υλικού. Θυμάμαι, πόσες και πόσες φορές, βγάζοντας τα «πράγματα» από το καμίνι δεν τα πλησίαζε κοντά στο σκληρό φως της λάμπας για να δει αν φέγγιζε το υλικό, ενώ ήξερε πως αυτό το φέγγος ίσως να μην το ανακάλυπτε ποτέ κανείς. Κι ακόμα, μια σειρά έργων που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί τα νίκησε η φωτιά, δομές από τεμνόμενα επίπεδα και διόδους που θα επέτρεπαν την έξοδο σε φωτεινές δέσμες.

Τα τελευταία χρόνια απλώνει μικρές ή μεγάλες εκτάσεις λεπτής κεραμεικής ύλης και με προσεκτικούς χειρισμούς πραγματοποιεί πλαστικές και ζωγραφικές παρεμβάσεις. Ανθρώπινες μορφές και ατμοσφαιρικά περιβάλλοντα θα γίνουν το σώμα ενός πλασμού που συνεχώς μεταβάλλεται από την επίδραση διαφορετικών, κάθε φορά, φωτιστικών συνθηκών. Η διαφάνεια του υλικού γίνεται κεντρικό μορφοπλαστικό στοιχείο και η αξιοποίηση της αποτελεί έναν, πραγματικά, τεχνικό άθλο. Το φως που διαπερνάει την ύλη και ανάλογα με το πάχος της δημιουργεί χλωμές ατμόσφαιρες και έντονες λαμπερές γραμμές... το χρώμα που διαχέεται και "δεν μένει στην επιφάνεια σαν μια πρόσθετη «σάρκα», που δημιουργεί ατμόσφαιρες ζωγραφισμένου φωτός... το φως που έρχεται απ' έξω και αποκαλύπτει τη φόρμα, τον φέροντα σχεδιασμό ρηχού αναγλύφου και εσώγλυφου με τις σκληρές ή μαλακές σκιές. Τρεις λειτουργικές χρήσεις του φωτός που αντιτιθέμενες συνθέτουν πρωτότυπα αρμονικά σύνολα.

Το γεγονός ότι τα «Διάφωτα» αποκαλύπτονται με την επίδραση ισχυρού φωτός τα καθιστά υλικούς φορείς που, κάτω από ειδικές συνθήκες, συμμετέχουν ή παράγουν νέα φαινόμενα και μορφές. Το απεριόριστο της ποικιλίας, αλλά και το ανεπανάληπτο ή στιγμιαίο των νέων μορφών, γεννά την ανάγκη καταγραφής και με κάποιο τρόπο διατήρησής τους. Είναι η ανάγκη που θα την οδηγήσει αποφασιστικά στο χώρο της φωτογραφικής τέχνης. Για μια ακόμα φορά ύλη και φως θα σταθούν στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής της δραστηριότητας κάτω από νέους όρους και τεχνικές.

Φτάνοντας στο τέλος αυτής της αναφοράς, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι ο όρος «φάση-σταθμός» δεν υποδηλώνει απόλυτη, γραμμική διαδοχή μέσα στο χρόνο. Υπάρχουν επικαλύψεις και αλληλοτεμνόμενες δράσεις με ανάλογη δημιουργία έργων. Ο χώρος δεν επιτρέπει μιαν αναλυτικότερη και εκτενή προσέγγιση. Ένα όμως είναι 6έ6αιο. Η Μαίρη Χατζηνικολή, απλά και αθόρυβα, δημιουργώντας στάσεις, αντιμετωπίσεις και καλλιτεχνικό έργο, άνοιξε νέους δρόμους που επέδρασαν διαμορφωτικά στην εξέλιξη της κεραμεικής τέχνης στην Ελλάδα και πρέπει να της αναγνωρισθεί.